Αφιερώμα

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ

Google+ Pinterest LinkedIn Tumblr

O καρκίνος του μαστού είναι η συχνότερη κακοήθης νόσος των γυναικών και η δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες. Σχεδόν οι μισές περιπτώσεις σχετίζονται με γνωστούς προδιαθεσικούς παράγοντες και το 10% έχουν θετικό οικογενειακό ιστορικό. Η επίπτωση του καρκίνου του μαστού έχοντας σημειώσει σημαντική αύξηση τις προηγούμενες δεκαετίες παρουσίασε σταθεροποίηση και ελάττωση από τις αρχες του 2000 η οποία αποδίδεται εν μέρει στην διακοπή της ευρείας χορήγησης ορμονικής θεραπειας υποκατάστασης μετά την ανάδειξη της συσχέτισης της με τον καρκίνο του μαστού. Αντιθέτως η θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού έχει ελαττωθεί σημαντικά από το 1975 κυρίως λόγω της πρώιμης διάγνωσης με τη χρήση της μαστογραφίας και την χορήγηση αποτελεσματικών συμπληρωματικών θεραπειών.

Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του μαστού είναι το γυναικείο φύλο και η αυξανόμενη ηλικία, η λευκή φυλή, το ιστορικό ορισμένων καλοήθων όγκων μαστού που χαρακτηριζονται από ατυπία, το ατομικό ιστορικό καρκίνου του μαστού, υψηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, υψηλός δείκτης σωματικής μάζας σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η έλλειψη σωματικής άσκησης, διαιτητικοί παράγοντες όπως η κατανάλωση αλκοόλ και λιπαρών τροφών όπως το κόκκινο κρέας, η νεαρή ηλικία εμμηναρχής, η μεγαλύτερη ηλικία εμμηνόπαυσης, η ατεκνία, η ηλικία πρώτης κύησης, η αποφυγή του θηλασμού, η λήψη αντισυλληπτικών, η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης και η έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία όπως στην περίπτωση ακτινοθεραπείας θώρακα λόγω λεμφώματος.

Η σωστή διάγνωση του καρκίνου του μαστού απαιτεί συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων. Ο συντονισμός των ακτινολόγων με τους χειρουργούς μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική ελάττωση των μη απαραίτητων βιοψιών. Στις μέρες μας η διάγνωση του καρκίνου του μαστού είναι προκύπτει μέσα από μαστογραφικό έλεγχο. Οι σύγχρονοι ακτινολόγοι αξιολογούν τη μαστογραφία με το σύστημα BI-RADS το οποίο καθορίζει την πιθανότητα κακοήθειας της βλάβης και την ανάγκη για περαιτέρω αντιμετώπιση. Γενικότερα παρέμβαση συνιστάται για βλάβες κατηγορίας BI-RADS 4 και άνω. Το υπερηχογράφημα χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει βλάβες του μαστού που ψηλαφούνται ή ανευρίσκονται σε μαστογραφία σε συμπαγείς ή κυστικές αλλά και για να κατευθύνει διάφορες επεμβατικές μεθόδους. Οι απλές κύστεις συνήθως δεν χρειάζονται καμιά παρέμβαση ενώ άλλοι τύποι κύστεων μπορεί να χρειαστούν παρακέντηση με βελόνη ή βιοψία. Η μαγνητική μαστογραφία είναι μια σχετικά νέα μέθοδος απεικόνισης των μαστών η οποία απεικονίζει περισσότερες λεπτομέρειες σε σύγκριση με την μαστογραφία και το υπερηχογράφημα. Οι ενδείξεις τις προς το παρόν περιορίζονται από τη χαμηλή ειδικότητα της για τη διάγνωση του καρκίνου και είναι οι εξής: μεταστατική νόσος στη μασχάλη χωρίς πρωτοπαθή όγκο, η ν. Paget, οι ασθενείς που λαμβάνουν προεγχειρητική θεραπεία όπου μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα η ανταπόκριση και η δυνατότητα για επέμβαση με διατήρηση του μαστού, οι ασθενείς με πυκνούς μαστούς, οι ασθενείς με μεταλλαγή του BRCA και οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού.

Υπαρχουν διάφορες μέθοδοι βιοψίας παθήσεων του μαστού. Η παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNAC- fine needle aspiration cytology) μπορεί να γίνει σε ψηλαφητές βλάβες ή σε μη ψηλαφητές βλάβες με την καθοδήγηση υπερήχογραφήματος. Η στερεοτακτική βιοψία γίνεται με πιο μεγαλη βελόνη υπό την καθοδήγηση μαστογραφίας και ενδεικνυται σε βλάβες που δεν είναι ψηλαφητές αλλά φαίνονται στη μαστογραφία. Η βιοψία δια βελόνης (core needle) προσφέρει επαρκέστερο δείγμα ιστού για παθολογοανατομική εξέταση σε σχέση με την FNAC αλλά ειναι περισσότερο τραυματική. Σε ασθενείς με μη ψηλαφητές βλάβες των μαστών οι οποίες πρόκειται να υποβληθούν σε ανοικτή βιοψία χρειάζεται προεγχειρητικός εντοπισμός της βλάβης με την τοποθέτηση συρμάτινου οδηγού (J-wire) υπό μαστογραφικό ή υπερηχοτομογραφικό έλεγχο. Σε ασθενείς με ύποπτη μαστογραφία για καρκίνο (BI-RADS 4c ή 5) συνιστάται υπερηχογράφημα της σύστοιχης μασχάλης και παρακέντηση πιθανών διογκωμένων λεμφαδένων. Η ιστολογική εξέταση καρκίνου του μαστού πρέπει να περιλαμβάνει τις εξής παραμέτρους: τη διάμετρο του όγκου, τον ιστολογικό τύπο καθώς και εάν προκειται για διηθητικό ή μη (in situ) όγκο, την κατάσταση των ορμονικών υποδοχέων, την έκφραση του γονιδίου HER-2 και την ύπαρξη μεταστάσεων στους λεμφαδένες της μασχάλης εάν έχει ληφθεί δείγμα απο αυτούς. Την λεπτομερή ιστολογική εξέταση του καρκίνου του μαστού πρέπει να ακολουθεί σταδιοποίηση της νόσου η οποία περιλαμβάνει κλινική εξέταση, απεικονιστικό έλεγχο υπολογιστική τομογραφία ή μαγνητική, σπινθηρογράφημα οστών και αιματολογικές εξετάσεις.

Η χειρουργική επέμβαση εκλογής για τον καρκίνο του μαστού είναι η ογκεκτομή (breast conserving surgery) η οποία είναι η επαρκής αφαίρεση του όγκου χωρίς αφαίρεση μεγάλης ποσότητας φυσιολογικού μαστού. Αυτή η επέμβαση πρέπει να ακολουθείται πάντα από μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία. Αντενδείξεις γι αυτή την επέμβαση είναι επιμενοντα θετικά όρια επανεκτομής, μεγάλοι όγκοι σε μικρούς μαστούς, πολυεστιακοί όγκοι σε διαφορετικά τεταρτημόρια του μαστού, προηγηθείσα ακτινοθεραπεία θώρακα, η κύηση και το σκληρόδερμα. Η ολική μαστεκτομή μπορεί να γίνει με ή χωρίς ανακατασκευή του μαστού. Η ανακατασκευή του μαστού γίνεται ταυτόχρονα με την μαστεκτομή ή σε δεύτερο χρόνο. Όλες οι γυναίκες με διηθητικό ή μικροδιηθητικό καρκίνου του μαστού χωρίς κλινικώς εμφανείς μεταστάσεις στους λεμφαδένες μασχάλης πρέπει να υποβάλλονται σε βιοψία λεμφαδένα φρουρού. Λεμφαδενικός καθαρισμός χρειάζεται στις περιπτώσεις θετικού λεμφαδένα φρουρού καθώς και στις περιπτώσεις κλινικώς εμφανως μεταστάσεων στους λεμφαδένες μασχάλης. Χειρουργική θεραπεία έχει επίσης θέση στην αντιμετώπιση μεμονωμένων η ολιγάριθμων απομακρυσμένων μεταστάσεων υπό προϋποθέσεις.

Η συμπληρωματική θεραπεία ακολουθεί την χειρουργική επέμβαση και μπορεί να περιλαμβάνει χορήγηση ορμονικής θεραπείας, χημειοθεραπείας καθώς και χορήγηση του μονοκλωνικού αντισώματος έναντι του HER-2 σε επιλεγμένους ασθενείς. Η συμπληρωματική θεραπεία μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωση της νόσου. Σε ορισμένες περιπτώσεις η προεγχειρητική χημειοθεραπεία μπορεί να καταστήσει εξαιρέσιμο ένα τοπικώς προχωρημένο όγκο ή την αφαίρεση του όγκου με διατήρηση του μαστού. Η συστηματική θεραπεία του καρκίνου του μαστού έχει μείζονα θέση σε όλες τις περιπτώσεις απομακρυσμένων μεταστάσεων. Τέλος, οι ασθενείς οι οποίοι έλαβαν θεραπεία για τον καρκίνου του μαστού και δεν έχουν σημεία μεταστάσεων της νόσου πρέπει να βρίσκονται υπό παρακολούθηση ανά έξι ή δώδεκα μήνες από το θεράποντα ιατρό και να υποβάλλονται σε κλινικη εξέταση, μαστογραφίες και ενδεχομένως πιο λεπτομερείς απεικονιστικές και αιματολογικές εξετάσεις κατά περίπτωση.

Τελικώς, τονίζεται ότι το σημαντικότερο στοιχείο της επιτυχούς αντιμετωπισης του καρκίνου του μαστού είναι η έγκαιρη διάγνωση του με τη συνακόλουθη επαρκή χειρουργική και συμπληρωματική θεραπεία. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι μέγιστη η συμβολή του μαζικού προσυμπτωματικού ελέγχου με μαστογραφία και κλινική εξέταση καθώς και η μηνιαία αυτοεξέταση των μαστών.

Write A Comment