Ιστορία των Ιατρικών Επιστημών

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΙΣΛΑΜ

Google+ Pinterest LinkedIn Tumblr

Η ευσέβεια και η φιλανθρωπία ήταν δύο ιδιότητες καλά ανεπτυγμένες στις κοινωνίες του μεσαιωνικού Ισλάμ. Η συνολική εξέταση της αναγκαιότητας της δημόσιας βοήθειας και της κοινωνικής πρόνοιας, πέρα από την απλή θρησκευτικότητα, μπορεί να ειπωθεί ότι ήταν υπεύθυνη για την ποιότητα και την ποσότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών στα νοσοκομεία του Ισλάμ. Επιπλέον, τα ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά του ισλαμικού μεσαιωνικού νοσοκομείου δεν πρέπει να αφήσουν να επισκιασθεί ταυτόχρονα, η υψηλή στάθμη της ιατρικής την εποχή εκείνη. Τα νοσοκομεία ήταν από τα πιο ανεπτυγμένα ιδρύματα του μεσαιωνικού Ισλάμ και σήματα κατατεθέν του μουσουλμανικού πολιτισμού, όπου οι γιατροί διέθεταν την καλύτερη διαθέσιμη ιατρική γνώση την οποία μετέτρεπαν σε καθημερινή πρακτική. Ήταν εξειδικευμένα ιδρύματα σε αντίθεση με τα βυζαντινά νοσοκομεία.
Από τα προ-ισλαμικά νοσοκομεία, οι ναοί της θεραπείας εκπροσωπούνταν κυρίως από τα ελληνικά Ασκληπιεία. Η ψυχολογική επίδραση και η μυστηριακή ατμόσφαιρα των ναών αυτών πρέπει να έπαιζε σίγουρα μεγάλο ρόλο στην πορεία της κατάστασης των ασθενών. Παρά το γεγονός ότι και οι ψυχολογικοί παράγοντες δεν αγνοούνταν ή αποκλείονταν από τα μεσαιωνικά ισλαμικά νοσοκομεία, το ουσιαστικό και κοσμοϊστορικό χαρακτηριστικό αυτών των ιδρυμάτων, ήταν η επιμονή τους σε υψηλά πρότυπα και η αυστηρή προσήλωσή τους στην επιστημονική ιατρική.
Ο βασιλιάς της Αιγύπτου Mansur Qalawun (1279-1290), ενώ ήταν ακόμα πρίγκιπας, αρρώστησε κατά τη διάρκεια μιας αποστολής που κατευθυνόταν στη Συρία. Έμεινε τόσο εντυπωσιασμένος από το Νοσοκομείο Nuri της Δαμασκού, που ιδρύθηκε το 1154 από τον Mahmud Nuruddin Zangi Ibn Aksungur, στο οποίο νοσηλεύτηκε, ώστε έκανε τάμα να ανεγείρει ένα παρόμοιο όργανο την πρώτη στιγμή που θα ανέβαινε στο θρόνο. Το διάσημο λοιπόν νοσοκομείο του Καΐρου, Mansuri, προέκυψε από τον ενθουσιασμό και από την εκ του σύνεγγυς γνωριμία ενός πρίγκιπα με το Νοσοκομείο Al-Nuri της Δαμασκού. Αυτό καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι τα μεγαλύτερα νοσοκομεία του μεσαιωνικού Ισλάμ ήταν υπεύθυνα και ελάμβαναν μέριμνα και για τους ανθρώπους με υψηλότερη κοινωνική θέση από τη συνήθη των απλών καθημερινών ανθρώπων. Για να φτάσουν όμως τα νοσοκομεία στο Ισλάμ σε ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο το οποίο δεν υπήρχε πριν, πέρασαν από μια γενικότερη διαδικασία ανάπτυξης στο πλαίσιο πάντοτε του ισλαμικού κόσμου.

Τα πρώτα και παλαιότερα έξι νοσοκομεία του Ισλάμ μπορεί να ειπωθεί ότι σηματοδότησαν μια αρχική διαδικασία ταχείας εξέλιξης που έλαβε χώρα σε μια περίοδο μικρότερη των δύο αιώνων, κατά την οποία ξεκινώντας προφανώς από μέτρια οικοδομική, οικονομική και επιστημονική κατάσταση, το ισλαμικό νοσοκομείο έγινε προπύργιο της επιστημονικής ιατρικής και προσαρμόστηκε στις μουσουλμανικές ιδεολογίες, αλλά και τις απαραίτητες οικονομικές απαιτήσεις. Απέκτησε έτσι μια σταθεροποιημένη μορφή, διαδόθηκε ευρέως και βεβαίως έγινε αναπόσπαστο μέρος της ζωής της πόλης στην οποία ανήκε.
Το πρώτο νοσοκομείο το οποίο χτίστηκε στο Ισλάμ, ήταν στη Δαμασκό. Ο ιδρυτής ήταν ο Ουαλίντ ιμπν Αμπντούλ Μαλίκ (Walid ibn Abdulmalik) την περίοδο 705 – 715 μ.Χ. Η ημερομηνία έναρξης της Κατασκευής, ήταν το έτος 86 AH (706-707 μ.Χ.). Το πρώτο αυτό ισλαμικό νοσοκομείο δημιουργήθηκε με σκοπό τη θεραπεία των ασθενών, να παρέχει φροντίδα σε εκείνους που έπασχαν από χρόνιες παθήσεις και να φροντίζει τους λεπρούς, τους τυφλούς και τους φτωχούς. Οι λεπροί εδώ απομονώνονταν. Όλες οι θεραπείες και φροντίδες, ήταν δωρεάν από τους πολλούς γιατρούς που είχε στη διάθεσή του το νοσοκομείο. Στην προ-ισλαμική εποχή υπήρχαν διάφοροι τύποι βυζαντινών θεσμών φιλανθρωπίας. Ένας από αυτούς, το ‘’nosocomium’’, ήταν κοντινότερα από πολλές απόψεις σε ένα, ας πούμε νοσοκομείο, στο οποίο φρόντιζαν όσο και όπως μπορούσαν τους αρρώστους, τους λεπρούς και τους φτωχούς. Το Νοσοκομείο του Walid στη Δαμασκό, ως εκ τούτου, φαίνεται να προσομοιάζει κάπως με τα βυζαντινά nosocomia.
Το Νοσοκομείο αυτό κατά πάσα πιθανότητα οφείλει την ύπαρξή του κυρίως στο ερέθισμα και στην ώθηση που έλαβε από ορισμένες ρήσεις του Προφήτη του Ισλάμ, Μωάμεθ, αφού υπήρχαν παραδόσεις που συνιστούσαν σε γενικές γραμμές την απομόνωση όσων είχαν μεταδοτικές ασθένειες και ειδικότερα τις δερματικές παθήσεις και τη θεραπεία τους από εξουσιοδοτημένα πρόσωπα του ιατρικού χώρου, στα πλαίσια πάντοτε των πρώτων ισλαμικών νοσοκομείων. Οι ακόλουθες προειδοποιήσεις για παράδειγμα, αποδίδονται στον προφήτη του Ισλάμ: ‘’Εκείνος που θεραπεύει ένα άρρωστο άτομο, χωρίς να είναι προηγουμένως γνωστό ότι είναι ιατρός, είναι πιθανόν να κληθεί να λογοδοτήσει για την πράξη του’’ και ‘’Κάποιος που ασκεί την ιατρική, χωρίς να είναι γιατρός και προκαλέσει το θάνατο σε ένα άνθρωπο ή μικρότερη έστω βλάβη σε αυτόν, ενδέχεται επίσης να λογοδοτήσει’’.

Δεν έχουμε δυστυχώς καμία πληροφορία σχετικά με τους γιατρούς που εργάστηκαν στο Νοσοκομείο Walid ή για όσους έδωσαν κατευθυντήριες οδηγίες στην κατασκευή του. Γνωρίζουμε όμως, ότι ο Barmak, ο επικεφαλής του βουδιστικού ναού Nawbihar της Μπάλκ, είχε κληθεί στη Δαμασκό το 705, στην αυλή του Abdulmalik για να θεραπεύσει τον Maslama, το γιο του χαλίφη, γεγονός το οποίο υποδηλοί ότι υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του ως γιατρού. Η θεραπεία του Maslama ήταν επιτυχής και απ’ ότι γνωρίζουμε ο Maslama ζούσε τουλάχιστον ως το έτος 721. Οι ιατρικές γνώσεις του Barmak ήταν αυτές της Ινδίας και θεωρείται αρκετά πιθανό ότι ο Barmak καθοδήγησε με τον τρόπο του την ίδρυση του νοσοκομείου Walid. Αυτή είναι μια λογική εικασία, δεδομένου ότι υπήρχαν νοσοκομεία στην Ινδία, ειδικά ίσως στις βόρειες περιοχές της, τα οποία είχαν πνευματικούς δεσμούς με τον Βουδισμό, στα οποία έδιναν πολλή προσοχή και φροντίδα στους φτωχούς, τους απόρους και τους ασθενείς.

Το δεύτερο ισλαμικό νοσοκομείο φαίνεται πως είχε χτισθεί στο Κάιρο κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Ομεϊάδων, αλλά δεν έχουμε καμία συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με τη φύση και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, παρά μόνο κάποιες υποθέσεις και ασαφείς πληροφορίες για τη θέση του.

Το τρίτο ισλαμικό νοσοκομείο ήταν το Barmakid Νοσοκομείο, του οποίου όμως η θέση δεν έχει καθοριστεί, αλλά μάλλον τοποθετείται στην περιοχή της Βαγδάτης. Υπάρχει μόνο μια μικρή αναφορά γι’ αυτό στο ‘’Fihrist’’ του Ibn al- Nadim, από την οποία μαθαίνουμε ότι, ο Ibn Dahn (ή Dahani) al-Hindi ήταν o επικεφαλής γιατρός του, ο οποίος μετέφρασε από τα Σανσκριτικά ορισμένα βιβλία και ότι και ο Manka al-Hindi πολύ πιθανόν να σχετιζόταν επίσης με αυτό και να μετέφρασε το βιβλίο του Shusruta στα αραβικά. Έτσι, πέραν πάσης αμφιβολίας, το τρίτο αυτό ισλαμικό νοσοκομείο είχε δεχτεί ισχυρή ινδική επιρροή και ότι ήταν επαρκώς οργανωμένο και στελεχωμένο με επικεφαλής γιατρό στις υπηρεσίες του.

 Το πρώτο νοσοκομείο στη Βαγδάτη

 Πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά με το τέταρτο ισλαμικό νοσοκομείο, το Νοσοκομείο της Βαγδάτης Χαρούν αλ Ρασίντ (Harun al-Rashid). Η κατασκευή αυτού του νοσοκομείου βρισκόταν υπό την εποπτεία του Jibril ibn Bukht-Yishu ΙΙ, ο οποίος υπηρέτησε ως επικεφαλής ιατρός του για κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Yuhanna ibn Masawayh επίσης εργάστηκε σε αυτό το νοσοκομείο και μάλιστα για κάποιο χρονικό διάστημα ήταν και επικεφαλής γιατρός του. Δεδομένου ότι αμφότεροι αυτοί οι γιατροί προέρχονταν από τη φημισμένη σχολή της Jundishapur της Περσίας, το Νοσοκομείο ‘’Χαρούν αλ Ρασίντ’’ αντιπροσωπεύει πεντακάθαρα την επιρροή αυτής της σχολής και αυτό σημαίνει, χωρίς καμία αμφιβολία, την επικράτηση της Ελληνικής Ιατρικής. Πράγματι, ο Yuhanna ibn Masawayh προχώρησε σε κάποιες μεταφράσεις από τα ελληνικά βιβλία, κατεύθυνε τη μεταφραστική αυτή εργασία από άλλους και ήταν ο δάσκαλος και καθοδηγητής ενός άλλου σπουδαίου και φημισμένου μεταφραστή, του Hunayn ibn Ishaq. Αλλά και ο Jibril ibn Bukht-Yishu ΙΙ, έδωσε επίσης κίνητρα, προώθησε και καθοδήγησε αρκετά την όλη μεταφραστική δραστηριότητα της εποχής του και την απόκτηση ελληνικών έργων. Δεν ξέρουμε αν αυτό το νοσοκομείο είχε ξεχωριστές πτέρυγες και αν νοσήλευε διαφορετικά είδη ασθενειών, αλλά έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι, επειδή είχε στις τάξεις του ανθρώπους από τη σχολή της Jundishapur, υποστήριζε σθεναρά τα νοσοκομεία που ειδικεύονταν στην θεραπεία των αρρώστων με τους όρους της επιστημονικής ιατρικής της εποχής εκείνης.

Το πέμπτο νοσοκομείο χτίστηκε από τον Fath ibn Khaqan, υπουργό του Mutawakkil. Αυτό το νοσοκομείο βρισκόταν στο Κάιρο, αλλά δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες για την οργάνωση, στελέχωση και το έργο του, εκτός ίσως από τη θέση του.

Το έκτο Ισλαμικό νοσοκομείο όσον αφορά την ημερομηνία κατασκευής και το τρίτο νοσοκομείο που κατασκευάστηκε στο Κάιρο, ήταν το Νοσοκομείο Ahmad ibn Tulun. Από πολλούς όμως, θεωρείται ουσιαστικά ότι ήταν το πρώτο πραγματικό νοσοκομείο που ανεγέρθηκε στο Κάιρο τη χρονική περίοδο 872-874. Περιελάμβανε δύο λουτρά, ένα για τους άνδρες και ένα για τις γυναίκες. Όλες οι θεραπείες και ιατρικές πράξεις, ήταν δωρεάν. Είχε πλούσια βιβλιοθήκη και ένα τμήμα νοσηλείας για τους ψυχικά ασθενείς. Οι ασθενείς που εισέρχονταν σε αυτό το ίδρυμα έπρεπε να αφαιρέσουν τα ρούχα του δρόμου και να τα καταθέσουν μαζί με τα τιμαλφή τους στις αρχές του νοσοκομείου για ασφαλή φύλαξη. Στη συνέχεια τους έδιναν ειδικά ρούχα που φορούσαν οι εσωτερικοί ασθενείς και το κρεβάτι τους.

Είναι γνωστό σήμερα ότι αυτό ήταν το πρώτο ισλαμικό νοσοκομείο που στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε κληροδοτήματα και δωρεές. Η προικοδότηση του νοσοκομείου Tulunid με αυτές (waqf), αποτελούσε σημείο πληρέστερης ολοκλήρωσης και συγχώνευσης με τη γενικότερη μουσουλμανική κουλτούρα και πολιτισμό και ήταν επίσης ασφαλής εγγύηση για τη μακροζωία του. Μπορούμε να καταλήξουμε λοιπόν στην άποψη ότι, από πλευράς οικονομικής διαχείρισης, το νοσοκομείο αυτό στο Κάιρο ήταν ένα ολοκληρωμένο ίδρυμα, το οποίο ξεπεράστηκε μόνον από το Νοσοκομείο Adudi της Βαγδάτης, το οποίο ιδρύθηκε το 980 μ.Χ. Ο Ahmad ibn Tulun επίσης, δημιούργησε ένα φαρμακείο δίπλα στο τζαμί του Tulunid, το οποίο είχε χτισθεί πριν από το Νοσοκομείο. Σ΄ αυτό το φαρμακείο, ένας γιατρός ήταν διαθέσιμος κάθε Παρασκευή, κι αυτό γιατί πιθανόν να απαιτείτο ιατρική βοήθεια εκτάκτως για κάποιον κατά την προσευχή της Παρασκευής, τις ώρες δηλαδή που υπήρχε συγκέντρωση μεγάλου αριθμού πιστών στο τζαμί. Πρέπει να πούμε εδώ, ότι η Ινδία εκείνες τις μέρες φαίνεται πως ήταν το μόνο μέρος με πληθώρα τέτοιων θέσεων, ένα είδος σταθμών πρώτων βοηθειών. Τέτοιοι ιατρικοί σταθμοί λέγεται ότι υπήρχαν σε καθεμία από τις τέσσερις πύλες μιας εκάστης Ινδικής πόλης, όπου υπήρχαν διαθέσιμοι γιατροί για έκτακτες ανάγκες.

Ο πίνακας αυτός του Julius Kockert (1864) δείχνει το χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ σε συνάντηση με τον Καρλομάγνο. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία οι διάφοροι χαλίφηδες, όπως οι αλ-Μανσούρ και Χαρούν αλ Ρασίντ, συγκέντρωναν όλες τις γνώσεις από τα διάφορα μέρη της Μεσογείου.

Ο Fath ibn Khaqan ήταν ένας γενναιόδωρος προστάτης των επιστημών και των μελετητών. Η πλούσια βιβλιοθήκη του ήταν ένας ξεχωριστός τόπος συνάντησης των επιστημόνων. Ο Ahmad Ibn Tulun, ο ιδρυτής της δυναστείας Tulunid, ήταν ο γαμπρός του Fath ibn Khaqan, ο οποίος συνέβαλε πολύ στην ευημερία της Αιγύπτου. Έτσι, η προικοδότηση των νοσοκομείων με οικονομικές εισφορές, δωρεές και κληροδοτήματα, ήταν μεγάλης και ξεχωριστής σημασίας. Τα άλλα τέσσερα πρώτα νοσοκομεία με τέτοιας μορφής waqf είναι, σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά της ίδρυσής τους, α) το Νοσοκομείο του Badr Ghulam (-902), ο οποίος ήταν διοικητής του στρατού και διαχειριστής του χαλίφη Mutadid (892-902) στη Βαγδάτη, β) το Νοσοκομείο Baghkami της Βαγδάτης το οποίο χτίστηκε από τον Amir Abul-Hasan Baghkam (ή Yahkam) at-Turki (- 940), διοικητή του χαλίφη Muktafi (902 έως 908), γ) το Νοσοκομείο Ikhshidid του Καΐρου που χτίστηκε από τον Kafur al-Ikhshid το 957 και δ) το νοσοκομείο το οποίο χτίστηκε από τον Muizzuddawla ibn Buwayh στη Βαγδάτη γύρω από το έτος 967 μ. Χ.

Το συγκρότημα του Ibn Tulun στο Κάιρο

Όπως έχουμε δει παραπάνω, ο Ibn Tulun δημιουργεί την εντύπωση ότι ήταν ένας πομπός της ινδικής επιρροής στον τομέα της οικοδομικής δραστηριότητας των νοσοκομείων στον ισλαμικό χώρο. Η ινδική επιρροή είναι σαφής και βέβαιη στην περίπτωση του Νοσοκομείου Barmakid της Βαγδάτης και πιθανώς και του Νοσοκομείου Walid, με υπεύθυνους φορείς αυτής της επιρροής τους Barmakids, οι οποίοι ήταν Βουδιστές και όχι προσκυνητές της φωτιάς. Αυτό το γεγονός κάνει τη σχέση τους με την ινδική ιατρική απολύτως κατανοητή.

Αλλά έχουμε επίσης και κάποιες πληροφορίες ειδικού χαρακτήρα για το συγκεκριμένο σημείο. Ο Barmak, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής του βουδιστικού ναού της Μπάλκ, όταν ο Qutayba κατέκτησε την πόλη και κλήθηκε στη Δαμασκό για να θεραπεύσει τον Maslama, είναι γνωστό ότι είχε ανατραφεί στα μοναστήρια του Κασμίρ με την παράδοση του Ινδικού Βουδισμού και είναι επίσης πιστοποιημένο ότι είχε σπουδάσει εκεί αστρονομία και ιατρική. Η αφορμή για αυτή την εκπαίδευση στο Κασμίρ, ήταν ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε από τον βασιλιά Nayzak λόγω της θρησκευτικής του πίστης ή προτίμησής του, γι αυτό και ο γιός του δραπέτευσε στο Κασμίρ. Ο Barmak είχε θεραπεύσει έναν από τους διοικητές του Qutayba κατά τη στιγμή της κατάκτησης της Μπάλκ από τον Qutayba. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι η φήμη του Barmak ως ειδικευμένου και έμπειρου ιατρού, ήταν πιστοποιημένη και εξαπλωμένη. Αυτό προσδίδει περαιτέρω αξιοπιστία στην πιθανότητα ότι ο Barmak είχε βοηθήσει με τις δυνάμεις του στην ίδρυση του πρώτου ισλαμικού νοσοκομείου και αποσαφηνίζει το ρόλο της οικογένειας Barmak στη μετάδοση της ιδέας και την ινδική επιρροή στον τομέα της οικοδομικής δραστηριότητας και ανέγερσης νοσοκομείων στα ισλαμικά χώματα. Χρησιμεύει επίσης στους μελετητές, αφού ρίχνει πολύτιμο φως σε ένα παρόμοιο ρόλο που διαδραμάτισε στο συγκεκριμένο θέμα, ο Ahmad Ibn Tulun.

Βιβλιογραφία

  • Σχορετσανίτης Νικ. Γεώργιος: Η Ιστορία της Ισλαμικής Ιατρικής. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις. Νοέμβριος 2011. Αθήνα.
  • Ταντάουι Αλ Αλί : Γενική Εισαγωγή στο Ισλάμ. Μετάφραση Σπυρίδων Στάικος. Επιμέλεια Chadi F.Ayoubi, Ελένη Σιάμπου, Άννα Στάμου. Εκδόσεις ETRA. 2005. Π. Φάληρο.
  • Azizi Mohammad-Hossein: Gondishapur School of Medicine. The Most Important Medical Center in Antiquity. Arch. Iranian Med. 2008; 11: 116-119.
  • Masood Ehsan: Επιστήμη και Ισλάμ. Εκδοτικός Οίκος Τραυλός.2011. Αθήνα.
  • Miller C Andrew: Jundi-Shapur, bimaristans, and the rise of academic medical centres. J. R. Soc. Med. 2006; 99(12): 615–617.

 

Write A Comment