Οι «ταινίες» είναι ένα από τα αρχαιότερα παράσιτα στον κόσμο που ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα και ήσαν γνωστά ήδη στους αρχαίους Έλληνες. Τώρα, για πρώτη φορά, οι επιστήμονες διάβασαν το γονιδίωμα αυτών των σκουληκιών που ζουν κυρίως στο έντερο, και ελπίζουν ότι έτσι ανοίγονται νέες δυνατότητες για αποτελεσματικότερα φάρμακα στο μέλλον. Ακόμα, μπορεί να ωφεληθούν οι κτηνοτρόφοι, αφού μερικές «ταινίες» πλήττουν τα ζώα, προκαλώντας ζημιές περίπου 2 δισεκατομμυρίων παγκοσμίως κάθε χρόνο.
Οι ερευνητές εκτιμούν πως ορισμένα ήδη υπάρχοντα φάρμακα για άλλες παθήσεις (ιούς, καρκίνους, νευρικό σύστημα κ.α.) μπορούν πιθανώς να αξιοποιηθούν και εναντίον των «ταινιών».
Οι πιο εξαπλωμένες και επικίνδυνες ασθένειες από τις «ταινίες», όπως η εχινοκοκκίαση, συμβαίνουν κυρίως στις αναπτυσσόμενες τροπικές χώρες. Τα ενήλικα παράσιτα μπορούν να ζήσουν χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα στο έντερο, αλλά οι προνύμφες τους μπορούν να εξαπλωθούν στο σώμα, εωσότου τελικά προκαλέσουν σοβαρές παθήσεις ή και θάνατο σε μερικές περιπτώσεις. Οι κύστες που δημιουργούν οι «ταινίες», εξαπλώνονται στα εσωτερικά όργανα και τους ιστούς του σώματος σαν καρκίνος, πυροδοτώντας διάφορες επιπλοκές, όπως τύφλωση και επιληψία.
Οι μολύνσεις από τις «ταινίες», σύμφωνα με τους επιστήμονες, «είναι εξαπλωμένες ανά τον κόσμο και οι καταστροφικές επιπτώσεις τους είναι συγκρίσιμες με αυτές της σκλήρυνσης κατά πλάκας και του κακοήθους μελανώματος».
Παρόλο που είναι από τα πρώτα παράσιτα, τα οποία έγιναν γνωστά στους ανθρώπους, η αποτελεσματική θεραπεία τους έχει αποδειχτεί πολύ δύσκολη. Οι κύστες των «ταινιών» αντιμετωπίζονται με χημειοθεραπεία ή χειρουργική επέμβαση, όμως με αυτές τις θεραπείες δεν αποφεύγονται οι παρενέργειες, γι? αυτό προκύπτει η ανάγκη νέου τύπου φαρμακευτικών θεραπειών.
Αναλύοντας αυτήν τη φορά το DNA αυτών των παρασίτων, οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι πλέον ανακάλυψαν γενετικούς «αδύναμους κρίκους», τους οποίους μπορούν να εκμεταλλευτούν μέσω φαρμάκων, που θα επιφέρουν απενεργοποίηση συγκεκριμένων γονιδίων και πρωτεϊνών των «ταινιών». Για να γίνει όμως αυτό, θα απαιτηθούν νέες έρευνες και κλινικές δοκιμές μέσα στα επόμενα χρόνια.