Έρευνα για τον Ιατρικό Τουρισμό, ως νέα μορφή Τουρισμού και Οικονομικής ανάπτυξης πραγματοποιήθηκε από το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος και το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής. Η μελέτη παρουσιάζει παγκοσμίως την συμβολή του Ιατρικού Τουρισμού στην οικονομία της κάθε χώρας καθώς επίσης και τις μορφές του Ιατρικού Τουρισμού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη για την Ελλάδα καθώς η χώρα μας αποτελεί ήδη μεγάλη δύναμη στον Τουρισμό και συνεπώς θα μπορούσε να αποτελέσει και ισχυρό παίχτη στον Ιατρικό Τουρισμό .Η Ελλάδα όμως, ως γενικός τουριστικός προορισμός, έχει ανάγκη να αναδειχθεί ως ιδιαίτερα ασφαλής από άποψη ιατρικών υπηρεσιών και αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών για όλους τους επισκέπτες. Αν το επιτύχει αυτό, στη συνέχεια μπορεί να προσελκύει τουρίστες που έρχονται μεν πρώτιστα για διακοπές, αλλά επωφελούνται για να κάνουν και ορισμένες θεραπείες.
Για να επιτύχει αυτό το στόχο, πρέπει να παρέχει εξαιρετικού επιπέδου ιατρικές υπηρεσίες στα σημεία που συγκεντρώνονται οι περισσότεροι τουρίστες. Υπάρχουν πολλά θεσμικά, οργανωτικά και λειτουργικά εμπόδια για να συμβεί αυτό. Υπάρχουν όμως και οι υποδομές, και το ανθρώπινο δυναμικό. Τα πραγματικά αποτελέσματα θα προκύψουν από πολλές επιμέρους πρωτοβουλίες που κάθε μια θα έχει δικό της σχέδιο ανάπτυξης. Δεν θα προσέλθουν από κεντρική κρατική πρωτοβουλία, αν και το κράτος πρέπει να βοηθήσει με θεσμικές παρεμβάσεις. Επίσης, ο ιατρικός τουρισμός είναι ακόμα ένας κλάδος υπό διαμόρφωση διεθνώς. Η δε Ελλάδα δεν έχει διαμορφώσει ακόμη το δικό της προφίλ προσφοράς.
Σε γενικές γραμμές σύμφωνα με την Έρευνα ο κλάδος υγείας στην Ελλάδα ως παροχής ιατρικού τουρισμού έχει καλές υποδομές σε κτίρια και εξοπλισμό, σε πολλές περιοχές της χώρας και πολλούς και καλούς ιατρούς στις περισσότερες ειδικότητες ενώ πάσχει από Οργάνωση και διαδικασίες Μάρκετινγκ και Θεσμικό πλαίσιο ενώ υπάρχουν κατηγορίες ιατρικών υπηρεσιών όπου υπάρχει ελληνικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Σε αυτές θα μπορούσε να υπάρξει στο μέλλον εξειδίκευση. Για τον δημόσιο τομέα, απαιτούνται σημαντικές θεσμικές και οργανωτικές αλλαγές, αλλά και επενδύσεις για την αναβάθμιση των υποδομών (κτιριακών, ξενοδοχειακών και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού) προκειμένου αυτές να καταστούν αξιόπιστες και εν συνεχεία ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο.
Εντυπωσιακό εύρημα για την Ελλάδα αποτελεί η ρεαλιστικά αισιόδοξη πρόβλεψη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα τριών με τεσσάρων ετών ότι μπορούν να έρχονται στην Ελλάδα 100.000 ασθενείς το χρόνο που να δαπανούν κατά μέσο όρο 4000 ευρώ ο καθένας. Ίσως 3.000 σε ιατρικά και 1.000 σε ξενοδοχειακά και συναφή. Σύνολο 400 εκατ. το χρόνο. Παράλληλα μπορούν να υπάρχουν πρόσθετα έσοδα από την ιατρική εξυπηρέτηση όσων θέλουν να έρθουν με κύριο στόχο τον τουρισμό (όχι τη θεραπεία), αλλά χρειάζονται ιατρική φροντίδα όσο βρίσκονται εδώ: νεφροπαθείς, καρκινοπαθείς, αιματολογικά νοσήματα, καρδιοπαθείς. Σε δέκα χρόνια, αν αναπτυχθεί η διασυνοριακή φροντίδα μέσα στην ΕΕ, και αν χρησιμοποιηθεί σωστά η υποδομή του ΕΣΥ μέσω ΣΔΙΤ, μπορεί να τεθεί στόχος πενταπλάσιος, δηλαδή 2 δισ. ευρώ το χρόνο.
Στην Ελλάδα, ο μεν ιδιωτικός τομέας έχει μεγάλη αναξιοποίητη δυναμικότητα, ο δε δημόσιος έχει πολύ ανορθολογική κατανομή δυναμικού, με αποτέλεσμα ενώ στην Αττική υπάρχουν ουρές, σε πολλές μονάδες της περιφέρειας υπάρχουν μεγάλα κενά. Για να τοποθετηθούν σωστά οι έλληνες πάροχοι, το ελληνικό κράτος ή/και ορισμένοι συλλογικοί φορείς των παρόχων θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε μια σειρά θεσμικά ζητήματα να έχουν μια ικανοποιητική απάντηση στην Ελλάδα. Αλλιώς θα υπάρξουν εμπόδια στη διασυνοριακή φροντίδα που περιορίσουν πολύ τις δυνατότητες ανάπτυξης του ιατρικού τουρισμού.
Για να επιτευχθούν όλα αυτά θα πρέπει οι επιχειρήσεις και οι αρμόδιοι φορείς να εστιάσουν σε πέντε πεδία: Σε θεσμικά Συστήματα ποιότητας ,σε Πακέτα, σε Εξειδίκευση σε συγκεκριμένα είδη θεραπείας) και σε Τοπικά πιλοτικά προγράμματα σε τρεις γεωγραφικές περιοχές.
Η Ελλάδα μπορεί σχετικά γρήγορα, και χωρίς σημαντικές νέες επενδύσεις σε πάγια, να προσφέρει διεθνώς ανταγωνιστικές υπηρεσίες στα εξής: Στον επιλεκτικό Ιατρικό Τουρισμό για εξειδικευμένες ιατρικές παρεμβάσεις από τα Τριτοβάθμια Νοσοκομεία του Ιδιωτικού Τομέα. (κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά και στα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία σε άλλες πόλεις). Στον αποκαταστατικό και γηριατρικό Τουρισμό με συνεργασία Κέντρων Αποκατάστασης με ξενώνες και ξενοδοχεία για προώθηση πακέτων αποκαταστατικού Τουρισμού (κυρίως στη Θεσσαλία και Μακεδονία). Σε ιατρικό Τουρισμό Εξωσωματικής και Υποβοηθούμενης Γονιμοποίησης: συνεργασία Κέντρων με Ξενοδοχειακές Μονάδες σε όλη την Ελλάδα- διεθνής προβολή (σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Κρήτη), σε Ξενοδοχεία και Ξενώνες συνεργαζόμενα με Κέντρα Αιμοκάθαρσης: προβολή των συνεργασιών προκειμένου τα ξενοδοχεία να απευθύνονται σε ένα επιπλέον target group και να διαφημίζονται σε διευρυμένες κατηγορίες πελατών (σε Αθήνα, Θεσ/νικη, Κρήτη, Ρόδο) , σε Λουτροπόλεις- Κέντρα Αποκατάστασης- Προσκείμενες υποδομές φιλοξενίας για Τουρισμό ομάδων ειδικών κατηγοριών: άτομα με μυοσκελετικές παθήσεις, άτομα με νευρολογικές παθήσεις, άτομα Τρίτης Ηλικίας κ.λ.π. (ευρεία γεωγραφική διασπορά) σε Οφθαλμολογία – Αισθητική Δερματολογία και Πλαστική Χειρουργική, σε επίπεδο One- Day/ Secondary Care Clinic (στις μεγάλες πόλεις και σε τουριστικές περιοχές).
Σύμφωνα με την έρευνα αναμένονται δημογραφικές αλλαγές οι οποίες θα επηρεάσουν τον ιατρικό τουρισμό . Συγκεκριμένα εκτιμάται ότι την επόμενη πεντηκονταετία το ποσοστό των ανθρώπων άνω των 60 στις ανεπτυγμένες χώρες θα ανέλθει από το 1/5 στο 1/3. Τα τμήματα του τουρισμού που αφορούν την υγεία, την θαλασσοθεραπεία και την φυσική κατάσταση – ευεξία αναμένεται να επωφεληθούν καθώς η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης μεταφράζεται σε μεγαλύτερες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη.
Παρόλο που δεν υπάρχουν ακριβείς μετρήσεις για το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς, μια εκτίμηση όπου συγκλίνουν οι μελετητές είναι περίπου 15 ως 20 δισεκατομμύρια δολάρια, που προκύπτει από περίπου 5 εκατ. ασθενείς με μέσο όρο ιατρικής δαπάνης 3.000 ως 4.000 δολάρια. Το μέγεθος αναφέρεται μόνο στον ιατρικό τουρισμό επιλογής, και μόνο στις δαπάνες ιατρικών υπηρεσιών (όχι ταξίδι και διαμονή εκτός νοσοκομείων) ενώ οι χώρες με τα περισσότερα έσοδα από ιατρικό τουρισμό είναι: Ινδία, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, Βραζιλία, Μεξικό, Κόστα Ρίκα, Κούβα, Ουγγαρία, Τουρκία.
Οι Ευρωπαίοι φαίνεται πως ταξιδεύουν σχετικά λιγότερο για ιατρικούς σκοπούς, ίσως επειδή οι ανάγκες υγείας τους καλύπτονται σε μεγαλύτερο βαθμό από δημόσια συστήματα υγείας ή ασφάλισης. Αντίθετα η μεσαία τάξη στην Ασία και στην Αμερική τείνει να πληρώνει ιδιωτικά, και ίσως αυτό εξηγεί την μεγαλύτερη ανάπτυξη προορισμών στην Ασία και την Νότιο Αμερική. Σημειωτέον όμως ότι μια νέα Οδηγία για τη Διασυνοριακή Φροντίδα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιτρέψει αργά ή γρήγορα στους Ευρωπαίους να λαμβάνουν υπηρεσίες σε όλη την ΕΕ με κάλυψη από τα ασφαλιστικά τους συστήματα .
Μερικές προβλέψεις δίνουν σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης της αγοράς ιατρικού τουρισμού, παρόλη τη διεθνή οικονομική κρίση. Η κρίση έχει ελαττώσει το διαθέσιμο εισόδημα των ασθενών, αλλά έχει αυξήσει τη σημασία του παράγοντα “χαμηλό κόστος” στην επιλογή του τόπου θεραπείας. Αναλυτικά οι παράγοντες που συμβάλλουν στη μείωση του κόστους στους προορισμούς, είναι το φθηνότερο εργατικό κόστος, τα μικρότερα κόστη αναφορικά με την νομική και ασφαλιστική κάλυψη της ιατρικής ευθύνης, τα απλούστερα κανονιστικά και νομικά λειτουργικά πλαίσια για τους παρόχους υγείας. Μέχρι τώρα οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, δημόσιοι και ιδιωτικοί, συμμετέχουν σε μικρό βαθμό στην κάλυψη δαπανών ιατρικού τουρισμού επιλογής. Για αυτό και υπερισχύουν οι ιατρικές υπηρεσίες που συνήθως δεν καλύπτονται ασφαλιστικά, όπως οδοντιατρική ή αισθητική χειρουργική. Αυτό αναμένεται να αλλάξει καθώς τα ασφαλιστικά συστήματα θα αναζητούν φθηνότερες λύσεις στην παγκόσμια αγορά, αλλά είναι δύσκολο να προβλεφθεί με τι ρυθμό θα αλλάξει.
ΠΗΓΗ: www.healthview.gr