Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, τα βακτήρια που ζουν φυσιολογικά στον γυναικείο κόλπο διαφέρουν από γυναίκα σε γυναίκα, ενώ κάποιες φορές η συγκέντρωση και η σύνθεσή τους μπορούν να αλλάξουν δραματικά και γρήγορα, ακόμα και στην ίδια γυναίκα.
Τα νέα αυτά ευρήματα θέτουν έντονα το ζήτημα της αλλαγής των καθορισμένων πρακτικών διάγνωσης, θεραπείας και πρόληψης των κολπικών λοιμώξεων. Η διάγνωση μάλιστα της κολπίτιδας είναι πλέον πολύ πιο δύσκολο να τεθεί, από τη στιγμή που τα βακτήρια του κόλπου μεταβάλλονται. Με ποιο τρόπο μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι πρόκειται για κολπίτιδα;
Μέχρι σήμερα η ιατρική πρακτική για τη θεραπεία των κολπικών λοιμώξεων θεωρούσε ότι όλες οι γυναίκες δεν διαφέρουν ουσιαστικά ούτε ως προς τη φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου ούτε ως προς τη θεραπεία για την αντιμετώπιση των κολπικών λοιμώξεων. Η τυπική αντιμετώπιση των κολπικών λοιμώξεων είναι τα αντιβιοτικά, τα οποία σε κάποιες γυναίκες είναι αποτελεσματικά, αλλά σε κάποιες άλλες όχι. Η παρούσα μελέτη βοήθησε στην κατανόηση του παραπάνω δεδομένου, εξηγώντας πως, από τη στιγμή που τα φυσιολογικά βακτήρια του κόλπου διαφέρουν από γυναίκα σε γυναίκα, είναι φυσιολογικό να διαφέρει και η ανταπόκριση στην τυπική θεραπεία.
Προηγούμενη μελέτη από την ίδια ερευνητική ομάδα έχει αναγνωρίσει 5 βασικές αποικίες μικροβίων στον κόλπο, οι οποίες μάλιστα βρέθηκε να ποικίλλουν ανάλογα με την εθνικότητα των γυναικών.
Η ισορροπία των μικροβιακών αυτών αποικιών είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία των γυναικών από λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένων και των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Η βακτηριακή κολπίτιδα, κατά την οποία ένας τύπος βακτηριών αυξάνεται πολύ περισσότερο σε σχέση με τους άλλους, ήταν πολύ συχνή σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης.
Στη μελέτη συμμετείχαν 32 υγιείς γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Οι ερευνητές συνέλεγαν δείγματα κολπικού υγρού από κάθε γυναίκα δύο φορές την εβδομάδα, για 4 μήνες. Η ανάλυση των δειγμάτων έδειξε για ακόμη μια φορά τις 5 βασικές αποικίες των βακτηρίων και μάλιστα ανέδειξε ότι στην ίδια γυναίκα κάποιες από αυτές μεταβάλλονται γρήγορα, ενώ κάποιες άλλες παρέμεναν σταθερές.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ η συγκέντρωση των βακτηρίων στον κόλπο ήταν ενδεικτική της βακτηριακής κολπίτιδας, οι γυναίκες αυτές ήταν υγιείς και δεν είχαν κανένα σύμπτωμα. Το συγκεκριμένο εύρημα αλλάζει ριζικά αυτό που οι επιστήμονες θεωρούν μέχρι σήμερα ως φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου.
Οι αλλαγές στις βακτηριακές αποικίες έτειναν να σχετίζονται με τα επίπεδα των οιστρογόνων στις διαφορετικές φάσεις του εμμηνορρυσιακού κύκλου, με τη συγκεκριμένη σύνθεση της χλωρίδας του κόλπου κάθε γυναίκας, καθώς και με τη σεξουαλική δραστηριότητα. Οι ερευνητές, μάλιστα, υποστηρίζουν πως είναι δυνατόν η μικροβιακή σύνθεση να επηρεάζεται από τη διατροφή της γυναίκας ή από το περιβάλλον στο οποίο ζει.
Οι συγγραφείς, μάλιστα, προτείνουν πως οι τακτικές μεταβολές της χλωρίδας του κόλπου καθιστούν τη γυναίκα πιο ευάλωτη στις λοιμώξεις, είτε πρόκειται για βακτηριακή κολπίτιδα είτε για κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. Η βακτηριακή κολπίτιδα, μάλιστα, έχει βρεθεί πως μπορεί να αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Παράλληλα, τα κολπικά βακτήρια μπορεί να επηρεάσουν την εγκυμοσύνη και τη γονιμότητα.
Ίσως οι ειδικοί θα πρέπει να εξετάσουν τα νέα δεδομένα, καθώς και το ενδεχόμενο αναθεώρησης του καθορισμού της φυσιολογικής χλωρίδας και του υγιούς κόλπου εν γένει. Φαίνεται πλέον απαραίτητη η επαναπροσέγγιση της γυναικείας υγείας, της διάγνωσης και της θεραπείας
ΠΗΓΗ: www.govastileto.gr