Η σχιζοφρένεια είναι μια από τις πιο πρώτες επίσημα καταγεγραμμένες ψυχικές διαταραχές και ανήκει στην κατηγορία των ψυχώσεων. Ο πρώτος που περιέγραψε τα συμπτώματα και ονόμασε την διαταραχή αυτή ήταν ο Μπλόιερ (Eugen Bleuler) στις αρχές του 20ου αιώνα. Έκτοτε η συμπτωματολογία της σχιζοφρένειας σε γενικές γραμμές παρέμεινε η ίδια, αν και οι γνώσεις μας γύρω από τα αίτιά της εμπλουτίστηκαν σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες χάρη στην ταχεία πρόοδο της επιστήμης. Σήμερα όμως, 100 χρόνια μετά την περιγραφή της από τον Μπλόιερ, ένα πολύ βασικό ερώτημα διχάζει την επιστημονική κοινότητα: υπάρχει όντως η σχιζοφρένεια;
Τι είναι η σχιζοφρένεια;
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση αυτού του ερωτήματος θα ήταν χρήσιμο να παραθέσουμε τα βασικά συμπτώματα/χαρακτηριστικά της σχιζοφρενούς συμπεριφοράς, όπως περιγράφονται από τα επίσημα ψυχιατρικά εγχειρίδια που είναι διαθέσιμα αυτή τη στιγμή.
Σύμφωνα με το DSM-IV-TR, για να χαρακτηριστεί κάποιος ως σχιζοφρενής πρέπει να έχει τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα συμπτώματα:
Παραισθήσεις (οπτικές/ακουστικές κ.α.)
Ψευδαισθήσεις (οπτικές/ακουστικές κ.α.)
Αποδιοργανωμένη ομιλία (ασύντακτες προτάσεις/ιδέες, φυγή ιδεών κ.α.)
Αποδιοργανωμένη και κατοτονική συμπεριφορά
Αρνητικά συμπτώματα (έλλειψη αναμενόμενων βασικών συμπεριφορών π.χ. αλαλία, ακινησία, συναισθηματική απάθεια κ.α.)
Μάλιστα στην περίπτωση που ο ασθενής έχει μονάχα παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις σε πολύ έντονο βαθμό (π.χ. ακούει φωνές που τον διατάζουνε να κάνει κάτι), αυτό κατά πολλούς αρκεί για να χαρακτηριστεί ως σχιζοφρενής.
To ICD-10 περιγράφει την σχιζοφρένεια ως εξής:
Οι σχιζοφρενικές διαταραχές (σ.σ. Η σχιζοφρένεια δεν είναι μια ενιαία διαταραχή, αλλά διαιρείται σε υποκατηγορίες, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ο ασθενής) χαρακτηρίζονται από θεμελιώδη και χαρακτηριστική αποδιοργάνωση της σκέψης και της αντίληψης, και συναισθήματα που δεν συνάδουν με τις περιστάσεις στις οποίες εμφανίζονται. Η συνείδηση αλλά και οι διανοητικές ικανότητες συνήθως μένουν ανέπαφες, αν και γνωστικές ικανότητες δύναται να μειωθούν κατά την πάροδο του χρόνου. Τα πιο συνήθη ψυχοπαθολογικά συμπτώματα είναι η αντίληψη μιας εσωτερικής ανεξάρτητης φωνής που σχολιάζει τις πράξεις του ασθενή, η αίσθηση ότι κάποιος βάζει ή κλέβει σκέψεις από τον ασθενή, παραισθήσεις, παθητικότητα και αρνητικά συμπτώματα.
Τα παραπάνω κριτήρια χρησιμοποιούνται από τους περισσότερους λειτουργούς ψυχικής υγείας παγκόσμιως και βάσει αυτών έχει υπολογιστεί πως ένα ποσοστό της τάξης 0,80%-1,5% του πληθυσμού θα παρουσιάσει σχιζοφρένεια κάποια στιγμή στη ζωή του. Το ποσοστό αυτό αλλάζει ανάλογα με την χώρα στην οποία γίνεται η έρευνα (η πρόσβαση σε τέτοιου είδους αρχεία δεν είναι πάντα εύκολη) ή ακόμη και από την εθνοτική καταγωγή του ατόμου. Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως οι άνδρες παρουσιάζουν πιο συχνά σχιζοφρένεια σε σχέση με τις γυναίκες (η αναλογία είναι 1,4 άνδρες για κάθε 1 γυναίκα).
Μύθος ή πραγματικότητα;
Αφού όμως υπάρχουν τόσα στοιχεία για την σχιζοφρένεια γιατί ξέσπασε αυτή η διαμάχη σχετικά με το αν υφίσταται καν τέτοια ψυχική διαταραχή; Ο κύριος λόγος είναι πως η σχιζοφρένεια -αντίθετα με τα όσα ακούμε από τα ΜΜΕ- σπάνια εμφανίζεται με “καθαρή” συμπτωματολογία, πράγμα που σημαίνει πως συνήθως κάποιος που πάσχει από σχιζοφρένεια καλύπτει τις προϋποθέσεις και για κάποια άλλη ψυχική διαταραχή που έχει παρόμοια συμπτώματα. Αυτό δημιουργεί μια εύλογη απορία: μήπως τελικά η σχιζοφρένεια (δηλαδή το σύνολο αυτών που τη χαρακτηρίζει) είναι απλά ένα δευτερογεννές σύμπτωμα κάποιας άλλης ή κάποιων άλλων διαταραχών; Ο Δρ. Jim Van Os, μέσω ενός άρθρου του στο British Journal of Psychiatry (2009), υποστηρίζει πως στις μελλοντικές εκδόσεις των ψυχιατρικών εγχειριδίων η σχιζοφρένεια θα πρέπει να αντικατασταθεί από μία ποιοτικά διαφορετική διαταραχή, αυτή τou “Συνδρόμου Δυσλειτουργίας του Μηχανισμού Αξιολόγησης” (ο ακριβής όρος είναι “salience dysregulation syndrome“, αλλά δυσκολεύομαι να τον αποδώσω στα ελληνικά με έναν άμεσσο και μη περιγραφικό τρόπο, οπότε κάθε πρόταση είναι ευπρόσδεκτη).
Ο όρος “salience” στις Γνωστικές Επιστήμες χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα κάποιου να ξεχωρίζει ένα ερέθισμα από τα υπόλοιπα ερεθίσματα που το περιβάλλουν, βάσει των ξεχωριστών του χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα σκεφτείτε πόσο εύκολα μπορείτε να ξεχωρίσετε ένα μαύρο τετράγωνο ανάμεσα σε ένα πλήθος λευκών ή πως μπορείτε να ακούτε τη φωνή του συνομιλητή σας ενώ είστε σε ένα πολύ θορυβώδες περιβάλλον. Για να γίνει δυνατή η αναγνώριση του ερεθίσματος σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει πρώτα ο δέκτης -φυσικά- να δεχτεί τα ερεθίσματα, να τα αξιολογήσει ώστε να τους αποδώσει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, να τα κατατάξει και εν τέλει να εντοπίσει το ερέθισμα-στόχο του οποίου τα χαρακτηριστικά διαφέρουν ποιοτικά από τα αντίστοιχα των υπολοίπων.
Έχει βρεθεί πως σε πολλές περιπτώσεις οι σχιζοφρενείς παρουσιάζουν αδυναμία στον συγκεκριμένο μηχανισμό, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να βλέπει, να ακούει και γενικότερα να αντιλαμβάνεται λανθασμένα κάποια ερεθίσματα, αναπτύσσοντας με αυτόν τον τρόπο παραισθήσεις αλλά και παράλογους φόβους (λόγω λανθασμένης αξιολόγησης του κινδύνου).
Ο κύριος λόγος όμως που ο Δρ. Van Os προτύνει την αντικατάσταση της σχιζοφρένειας δεν είναι μονάχα η έλλειψη επαρκών αποδείξεων πως πρόκειται για ένα ξεχωριστό σύνδρομο με συγκεκριμένα και σαφώς ορισμένα χαρακτηριστικά, αλλά και λόγω της ίδιου του όρου “σχιζοφρένεια” ο οποίος θεωρεί πως χρησιμοποιείται καταχρηστικά από την επιστημονική κοινότητα και κατ’ επέκταση και από το ευρύ κοινό.
Φυσικά η ριζική αλλαγή στον τρόπο προσέγγισης μιας τόσο πολύπλοκης διαταραχής όπως αυτή της σχιζοφρένειας δεν είναι ένα θέμα το οποίο μπορεί να λυθεί έτσι απλά. Θα χρειαστεί μια γενική συζήτηση τόσο στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας, όσο και μεταξύ των φορέων ψυχικής υγείας. Ας μην ξεχνάμε πως ολόκηρες βιομηχανίες (με την κυριολεκτική ή την μεταφορική έννοια της λέξης) στηρίζονται πάνω στην επίσημη αναγνώριση και ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών.
Πηγές / Περισσότερες πληροφορίες
Loren R. Mosher, Richard Gosden and Sharon Beder, “Drug companies and Schizophrenia: Unbridled Capitalism meets Madness’, in Models of Madness: Psychological, Social and Biological Approaches to Schizophrenia” edited by John Read, Loren Mosher and Richard Bentall, Brunner-Routledge, New York, 2004, pp. 115-130.
Jim Van OS (2009). “A salience dysregulation syndrome”. The British Journal of Psychiatry, 194(2): 101-103.
Caroline P Carney, Laura Jones, Robert F Woolson (2006). “Medical Comorbidity in Women and Men with Schizophrenia: A Population-Based Controlled Study”. Journal of General Internal Medicine, 21(11): 1133–1137.
John McGrath (2006). “Variations in the Incidence of Schizophrenia: Data Versus Dogma”. Schizophrenia Bulletin, 32(1):195-197.
Schizophrenia.com: Information, Support, Education.
Γράφει: Αγοραστός Δημήτριος, Ψυχολόγος – Νευροψυχολόγος
ΠΗΓΗ: www.genenutrition.gr