Οι διαιτητικές τιμές αναφοράς (DRVs) είναι σημαντικές για την προαγωγή της δημόσιας υγείας, τη δημιουργία νόμων για τ2013-08-05η διατροφική επισήμανση και την αναγνώριση πληθυσμών σε κίνδυνο υπέρ- ή υποκατανάλωσης. Παρόλα αυτά, η διαδικασία ανάπτυξής τους είναι περίπλοκη, και δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως συστάσεις ή στόχοι για τα μεμονωμένα άτομα. Αντιθέτως, απαιτείται να ερμηνευτούν από τους επαγγελματίες υγείας και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για διατροφικές συμβουλές.
Η ανάπτυξη των DRVs
Οι διαιτητικές τιμές αναφοράς (DRVs, Dietary Reference Values) είναι ποσοτικοποιημένες τιμές αναφοράς για τις διαιτητικές προσλήψεις από διάφορες ομάδες πληθυσμού, με βάση κριτήρια για την υγεία. Καθοδηγούν τους επαγγελματίες υγείας στην εκτίμηση των απαραίτητων ποσοτήτων ενέργειας και θρεπτικών συστατικών προκειμένου να υποστηριχτεί επαρκώς η ανάπτυξη και η υγεία, αλλά και να μειωθεί ο κίνδυνος ελλείψεων και εμφάνισης μη μεταδιδόμενων νοσημάτων, όπως είναι τα καρδιαγγειακά ή ο καρκίνος.1
Για να οριστεί η διατροφική επάρκεια, χρησιμοποιείται ένα εύρος κριτηρίων. Για τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά μπορεί να καθοριστεί μία ιεραρχία, εκτεινόμενη από την πρόληψη της κλινικής ανεπάρκειας μέχρι τη βελτιστοποίηση των αποθεμάτων ή των επιπέδων του στον οργανισμό. Ανάλογα με τα κριτήρια που θα επιλεγούν, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ποικίλες πηγές πληροφόρησης: μελέτες in vitro, μελέτες σε ζώα, πειραματικές μελέτες σε ανθρώπους και επιδημιολογικές έρευνες. Αρκετοί παράγοντες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν την ηλικία, το φύλο, τις ειδικές ανάγκες κατά την εγκυμοσύνη και το θηλασμό, την επιρροή του περιβαλλοντικού στρες (π.χ. μολύνσεις), και τη βιοδιαθεσιμότητα (το ποσοστό του θρεπτικού συστατικού που απορροφάται και χρησιμοποιείται από τον οργανισμό). Συνεπώς, οι DRVs αναπτύσσονται για διαφορετικές ομάδες ανά φύλο, ηλικιακό εύρος και στάδιο ζωής. Εντός κάθε πληθυσμιακής ομάδας οι διατροφικές απαιτήσεις ποικίλουν μεταξύ των ατόμων.1
Οι Ευρωπαϊκές DRVs
Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια Τροφίμων (EFSA, European Food Safety Authority) δημοσίευσε επικαιροποιημένες DRVs για τα λιπίδια, τους υδατάνθρακες (συμπεριλαμβανομένων των σακχάρων και των διαιτητικών ινών) και το νερό το 2010, για τις πρωτεΐνες το 2012, για την ενέργεια το 2013, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη αυτές που αφορούν τα μικροθρεπτικά συστατικά.1-3 Η EFSA εξέδωσε, επίσης, οδηγίες με τις βασικές αρχές για την ανάπτυξη και την εφαρμογή των DRVs, οι οποίες περιλαμβάνουν τα αποδεκτά είδη μελετών και μεθόδων για τον καθορισμό των διατροφικών απαιτήσεων, και των παραγόντων που τις επηρεάζουν, καθώς και το πώς η δίαιτα επηρεάζει τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων.1 Το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EURRECA (EURopean micronutrient RECommendations Aligned) έχει περιγράψει το πλαίσιο για την ανάπτυξη και την εφαρμογή των DRVs για τα μικροθρεπτικά συστατικά.4
Το είδος των DRV που θα οριστούν και τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν αποφασίζονται ξεχωριστά για κάθε θρεπτικό συστατικό. Εντός κάθε πληθυσμιακής ομάδας, για την οποία καθορίζονται DRVs, υπάρχει μεταξύ των ατόμων διακύμανση ως προς τις απαιτήσεις στο εκάστοτε συστατικό, οπότε προκύπτει μια κατανομή των απαιτήσεων του πληθυσμού. Σε σχέση με την επάρκεια αυτών των απαιτήσεων, ποικίλοι όροι έχουν χρησιμοποιηθεί από διάφορους εθνικούς οργανισμούς. Στην Ευρώπη, υπάρχει εναρμόνιση ως προς την ορολογία και η EFSA χρησιμοποίησε το εξής σύνολο καθορισμένων DRVs.
Πρόσληψη Αναφοράς Πληθυσμού (PRI): επίπεδο πρόσληψης επαρκούς για σχεδόν όλα τα άτομα, δηλ. μια βέλτιστη πρόσληψη για τον πληθυσμό ως σύνολο.
Μέση Απαίτηση (AR): επίπεδο πρόσληψης επαρκούς για τα μισά άτομα, υποθέτοντας μια κανονική κατανομή των απαιτήσεων (βλ. Σχήμα 1)
Κατώτατο Όριο Πρόσληψης (LTI): επίπεδο πρόσληψης κάτω από το οποίο, βάσει της τρέχουσας γνώσης, σχεδόν όλα τα άτομα θα είχαν ανεπαρκή πρόσληψη.
Επαρκής Πρόσληψη (ΑΙ) (όταν δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να οριστεί μια Πρόσληψη Αναφοράς Πληθυσμού): το μέσο επίπεδο πρόσληψης ενός θρεπτικού συστατικού από υγιείς πληθυσμούς (δηλ. θεωρείται ότι είναι επαρκές).
Σχήμα 1. Κατανομή των απαιτήσεων μιας πληθυσμιακής ομάδας, υποθέτοντας ότι οι απαιτήσεις κατανέμονται κανονικά και η διακύμανση μεταξύ των ατόμων είναι γνωστή. Η Πρόσληψη Αναφοράς Πληθυσμού είναι ίση με δύο τυπικές αποκλίσεις (ΤΑ) πάνω από τη Μέση Απαίτηση, και το Κατώτατο Όριο Πρόσληψης είναι ίσο με δύο τυπικές αποκλίσεις (ΤΑ) κάτω από τη Μέση Απαίτηση.1
Εφόσον οι DRVs δεν στοχεύουν μόνο στην εξασφάλιση της επαρκούς πρόσληψης θρεπτικών συστατικών, αλλά και στην πρόληψη της υπερκατανάλωσης, υπάρχουν, επίσης, και οι ακόλουθες τιμές αναφοράς:
Εύρος πρόσληψης αναφοράς για τα μακροθρεπτικά συστατικά: εκφρασμένο ως ποσοστό της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, αντιστοιχεί σε προσλήψεις που είναι επαρκείς για τη διατήρηση της υγείας και σχετίζονται με χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων. Για παράδειγμα, το εύρος πρόσληψης αναφοράς για το διαιτητικό λίπος είναι 20-35% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης.1
Ανεκτό Ανώτερο Επίπεδο Πρόσληψης (UL): το μέγιστο επίπεδο χρόνιας ημερήσιας πρόσληψης του εκάστοτε θρεπτικού συστατικού, το οποίο είναι απίθανο να έχει βλαβερές συνέπειες για την υγεία (βλ. Σχήμα 2)
Σχήμα 2. Σχέση μεταξύ ατομική πρόσληψης και κινδύνου εμφάνισης δυσμενών επιπτώσεων εξαιτίας ελλιπούς ή υπερβολικής πρόσληψης.
Εφαρμόζοντας τις DRVs
ι DRVs μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη χάραξη πολιτικής, στην υγειονομική περίθαλψη, τη βιομηχανία τροφίμων και την ακαδημαϊκή έρευνα. Μπορούν να εφαρμοστούν για τη διαιτητική αξιολόγηση, το σχεδιασμό της δίαιτας, την ανάπτυξη διαιτητικών συστάσεων για άτομα ή ομάδες πληθυσμού, και για τη επισήμανση των τροφίμων.
Διαιτητική αξιολόγηση και σχεδιασμός
Οι διαιτητικές προσλήψεις μπορούν να εκτιμηθούν και να αξιολογηθούν σε σχέση με τις DRVs, προκειμένου να καθοριστεί εάν οι εκάστοτε δίαιτες χαρακτηρίζονται από κίνδυνο ανεπαρκούς ή ακόμα και υπερβολικής πρόσληψης θρεπτικών συστατικών. Η διαιτητική αξιολόγηση θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνει υπόψη τη διακύμανση της πρόσληψης από μέρα σε μέρα και την πιθανότητα υποαναφοράς των τροφίμων που καταναλώθηκαν (άρα και των θρεπτικών συστατικών), για να αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τις συνήθεις προσλήψεις. Ο διαιτητικός σχεδιασμός στοχεύει στη διαμόρφωση μιας δίαιτας η οποία θα έχει χαμηλή πιθανότητα ανεπάρκειας ή υπέρβασης θρεπτικών συστατικών.1
Άτομα με συνήθεις προσλήψεις χαμηλότερες από τη Μέση Απαίτηση είναι πιθανό να έχουν ανεπαρκή δίαιτα, ενώ η δίαιτα των ατόμων με συνήθεις προσλήψεις χαμηλότερες από το Κατώτατο Όριο Πρόσληψης είναι πολύ πιθανό να είναι ανεπαρκής. Αντιθέτως, χρόνιες προσλήψεις μεγαλύτερες από το Ανώτερο Επίπεδο μπορεί να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία. Όμως, υπάρχουν εγγενή προβλήματα για την αξιολόγηση της συνήθους πρόσληψης των ατόμων, που οφείλονται σε περιορισμούς των μεθόδων αξιολόγησης, όπως είναι τα ημερολόγια και τα ερωτηματολόγια τροφίμων. Μια έγκυρη αξιολόγηση της δίαιτας ενός ατόμου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ατομικές διακυμάνσεις στις διατροφικές απαιτήσεις, χρησιμοποιώντας ανθρωπομετρικά, βιοχημικά και κλινικά δεδομένα, και στα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας.1
Στις ομάδες ατόμων η κατανομή των προσλήψεων των θρεπτικών συστατικών μεταξύ των ατόμων θεωρείται πιο σημαντική σε σχέση με την ύπαρξη ενός σταθερού, αμετάβλητου επιπέδου συνιστώμενης πρόσληψης. Στοιχεία για τις διαιτητικές προσλήψεις ομάδων αντλούνται από έρευνες κατανάλωσης τροφίμων. Το ποσοστό των ατόμων με προσλήψεις χαμηλότερες από τη Μέση Απαίτηση (μέθοδος οριακής τιμής AR) είναι το εκτιμούμενο ποσοστό της ομάδας που πιθανώς έχει ανεπαρκείς προσλήψεις. Η μέθοδος είναι κατάλληλη στην περίπτωση που η κατανομή των προσλήψεων των θρεπτικών συστατικών είναι κανονική (όπως απεικονίζεται από την καμπύλη με μορφή καμπάνας στο Σχήμα 1). Ο σίδηρος, αντιθέτως, αποτελεί ένα παράδειγμα θρεπτικού συστατικού με ασύμμετρη κατανομή των ατομικών απαιτήσεων εντός ενός πληθυσμού, οπότε η μέθοδος της οριακής τιμής θα υποεκτιμούσε τη συχνότητα της ανεπαρκούς πρόσληψης σιδήρου στις γυναίκες με εμμηνορυσία.1
Εναλλακτικά, υπάρχουν στατιστικές μέθοδοι (π.χ. προσέγγιση των πιθανοτήτων ή η μέθοδος Monte Carlo) που λαμβάνουν υπόψη τη διακύμανση των προσλήψεων και των απαιτήσεων. Η Πρόσληψη Αναφοράς Πληθυσμού δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως οριακή τιμή, διότι θα οδηγούσε σε υπερεκτίμηση του ποσοστού των ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο για ανεπαρκή πρόσληψη. Μία μέση πρόσληψη ίση ή μεγαλύτερη από την Επαρκή Πρόσληψη υποδηλώνει χαμηλή συχνότητα ανεπαρκών προσλήψεων. Όμως, εάν η πρόσληψη ενός ατόμου είναι χαμηλότερη από την Επαρκή Πρόσληψη, η πιθανότητα ανεπαρκούς πρόσληψης δεν μπορεί να εκτιμηθεί.1
Κατά το διαιτητικό σχεδιασμό για άτομα ή ομάδες πληθυσμού, η Πρόσληψη Αναφοράς Πληθυσμού (ή η Επαρκής Πρόσληψη) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στόχος για την επαρκή πρόσληψη βιταμινών, ανόργανων συστατικών ή πρωτεϊνών. Οι διάμεσες τιμές μιας ομάδας μπορεί να είναι υψηλότερες από την Πρόσληψη Αναφοράς Πληθυσμού (ειδικά εάν η κατανομή της πρόσληψης είναι ασύμμετρη).1
Οι DRVs για την ενέργεια διατίθενται ως Μέση Απαίτηση για συγκεκριμένες ομάδες ανά φύλο και ηλικία. Καθώς οι ενεργειακές απαιτήσεις ποικίλουν σε μεγάλο βαθμό, οι DRVs έχουν περιορισμένη χρησιμότητα για τα μεμονωμένα άτομα. Η κατάλληλη Μέση Απαίτηση για την ενέργεια (βάσει του φύλου, της ηλικίας, του ύψους, του βάρους και του επιπέδου σωματικής δραστηριότητας) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στόχος για το διαιτητικό σχεδιασμό, αλλά θα ξεπερνά τις ανάγκες των μισών ατόμων της καθορισμένης πληθυσμιακής ομάδας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε θετικό ενεργειακό ισοζύγιο για τα άτομα αυτά, το οποίο μακροχρονίως θα αυξήσει το σωματικό τους βάρος. Το ιστορικό του σωματικού βάρους μπορεί να δώσει χρήσιμες ενδείξεις για το εάν η συνήθης πρόσληψη αντιστοιχούσε στις ανάγκες σε ενέργεια, ενώ θα πρέπει να παρακολουθείται το σωματικό βάρος του ατόμου και να προσαρμόζεται η ενεργειακή πρόσληψη καταλλήλως.1
Διαιτητικοί στόχοι και συστάσεις
Οι διαιτητικοί στόχοι και οι συστάσεις λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες για την υγεία, τη διατροφική κατάσταση και τα μοτίβα κατανάλωσης, καθώς και τη σύσταση των διαθέσιμων τροφίμων. Σε επίπεδο πληθυσμού, μπορεί να τεθούν στόχοι για την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών στο πλαίσιο σχεδιασμού και αξιολόγησης της δημόσιας υγείας. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι μια μέση πρόσληψη διαιτητικού λίπους στο 30% της ενέργειας, δηλαδή 30% από τη μέση ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη να προέρχεται από λιπίδια. Οι συστάσεις για τα θρεπτικά συστατικά είναι χαρακτηριστικοί στόχοι για τις ενεργειακές προσλήψεις των ατόμων, όπως για παράδειγμα η σύσταση για πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων χαμηλότερη από 10% της ενέργειας. Τέτοιες συστάσεις μπορεί να μην απευθυνθούν άμεσα στον καταναλωτή, αλλά αφορούν περισσότερο τους επαγγελματίες υγείας και τους φορείς χάραξης πολιτικής. Η EFSA έχει δημοσιεύσει οδηγίες για το πώς οι DRVs θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αναπτυχθούν Διαιτητικές Οδηγίες Βασισμένες στα Τρόφιμα (FBDGs, Food-Based Dietary Guidelines), οι οποίες είναι πιο εύκολα κατανοητές από τους καταναλωτές σε σχέση με τους αριθμητικούς στόχους.5 Σε εθνικό επίπεδο, οι συστάσεις λαμβάνουν υπόψη τις διαιτητικές συνήθειες και ανάγκες διαφορετικών ομάδων. Είκοσι πέντε Κράτη Μέλη χρησιμοποιούν ήδη τις FBDGs, με τις πιο κοινές μορφές να είναι πιάτα τροφίμων, πυραμίδες ή κύκλοι.6
Διατροφική επισήμανση
Οι DRVs αποτελούν, επίσης, τη βάση για τη διατροφική επισήμανση στα τρόφιμα, τα ποτά και τα διαιτητικά συμπληρώματα. Η νέα νομοθεσία για τις πληροφορίες στα τρόφιμα για τους καταναλωτές καθιστά υποχρεωτική την παροχή πληροφοριών στις ετικέτες τροφίμων σχετικών με την ενέργεια, το συνολικό λίπος, το κορεσμένο λίπος, τους υδατάνθρακες, τα σάκχαρα, τις πρωτεΐνες και το αλάτι, ανά 100 γρ., ή 100 ml αν πρόκειται για υγρό, προϊόντος. Πληροφορίες μπορούν να παρέχονται και ανά μερίδα προϊόντος. Επιπρόσθετα των απόλυτων τιμών, το διατροφικό περιεχόμενο μπορεί να αποδίδεται και ως ποσοστό της πρόσληψης αναφοράς (RI) ενός μέσου ενήλικα (γνωστές ως Ενδεικτικές Ημερήσιες Προσλήψεις, GDAs) σε σχέση με την ποσότητα ανά 100 γρ/ml ή ανά τυπική μερίδα προϊόντος. Αυτές οι προσλήψεις αναφοράς είναι συμβατές με τις διατροφικές οδηγίες για το γενικό πληθυσμό και έχουν διαμορφωθεί για να εξυπηρετήσουν τους στόχους τις διατροφικής επισήμανσης. Βασίζονται σε μια θεωρητική δίαιτα 2000 kcal (8400 kJ) με σύσταση: 70 γρ. λιπίδια (31,5% της ενέργειας), 20 γρ. κορεσμένα λιπίδια (9% της ενέργειας), 260 γρ. υδατανθράκων (52% της ενέργειας), 90 γρ. σάκχαρα (18% της ενέργειας), 50 γρ. πρωτεΐνης και 6 γρ. αλάτι.7,8 Για παράδειγμα, η ετικέτα σε ένα γιαούρτι μπορεί να αναγράφει «2,8 γρ. λίπος ανά 100 γρ. προϊόντος, 4% της ενδεικτικής ημερήσιας πρόσληψης». Τέτοιες πληροφορίες πρέπει να συνοδεύονται και από τη φράση «Ενδεικτική ημερήσια πρόσληψη ενός ενήλικα θεωρείται 2000 kcal/8400 kJ)».
Επιπρόσθετα, οι βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία μπορούν να επισημαίνονται, εάν βρίσκονται σε σημαντικές ποσότητες, οπότε και το περιεχόμενο του τροφίμου σε αυτά θα πρέπει να εκφράζεται ως ποσοστό της τιμής αναφοράς.8 Η EFSA δεν έχει δημοσιεύσει ακόμα επικαιροποιημένες DRVs για τα μικροθρεπτικά συστατικά, αλλά έχουν καθοριστεί για τους σκοπούς της επισήμανσης.
Μη ορθή εφαρμογή των DRVs
Ενδέχεται να υπάρξει ακατάλληλη χρήση των DRVs. Για παράδειγμα, δεν έχει νόημα να ασκείται κριτική σε μεμονωμένα τρόφιμα ή ποτά επειδή αποτυγχάνουν να πετύχουν τις DRVs για το λίπος, το αλάτι ή τα σάκχαρα. Ουσιαστικά, οι DRVs εκφράζονται σε ημερήσια βάση και αφορούν το σύνολο της δίαιτας για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους.
Επιπλέον, οι τιμές αναφοράς δεν θα πρέπει λαθεμένα να ερμηνεύονται ως διατροφικές συμβουλές για τα άτομα. Οι DRVs λειτουργούν ως σημεία αναφοράς για τους επαγγελματίες, οι οποίοι τις χρησιμοποιούν στην ανάπτυξη πολιτικής και συστάσεων προς τους καταναλωτές. Παρέχουν εκτιμήσεις (όχι ακριβείς τιμές) και απευθύνονται σε υγιή άτομα –δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε ασθενείς ανεπιφύλακτα.1 Ο ρόλος των επαγγελματιών υγείας, ειδικότερα των διαιτολόγων, είναι σημαντικός για την προσαρμογή των DRVs στις εξατομικευμένες ανάγκες.
Οι καταναλωτές θα πρέπει να στοχεύουν να ακολουθούν τις FBDGs μακροχρονίως, μέσω μιας ισορροπημένης και με ποικιλία δίαιτας. Οι προσλήψεις αναφοράς στις ετικέτες τροφίμων δεν αποτελούν στόχο. Τα ποσοστά των προσλήψεων αναφοράς αποσκοπούν στο να βοηθήσουν τους καταναλωτές να εκτιμήσουν τη σχετική συνεισφορά των μεμονωμένων προϊόντων στην καθημερινή διαιτητική πρόσληψη, και να παρέχουν ένα τρόπο σύγκρισης του διατροφικού περιεχομένου των προϊόντων.
Περισσότερες πληροφορίες
Ιστοσελίδα του προγράμματος EURRECA: www.eurreca.org
Αναφορές
EFSA (2010). Scientific Opinion on principles for deriving and applying Dietary Reference Values. EFSA Journal 8(3):1458.http://www.efsa.europa.eu/en/efsajournal/doc/1458.pdf
Food Today 5/2011. Νέες διατροφικές οδηγίες για την Ευρώπη: είμαστε στα μισά του δρόμου…:http://www.eufic.org/article/el/nutrition/understanding-food/artid/New-nutrition-guidelines-Europe-halfway-there/
EFSA (2013). Scientific Opinion on Dietary Reference Values for energy. EFSA Journal 11(1):3005.http://www.efsa.europa.eu/en/efsajournal/doc/3005.pdf
EU project EURRECA, www.eurreca.org
EFSA (2010). Scientific Opinion on establishing Food-Based Dietary Guidelines. EFSA Journal 8(3):1460.http://www.efsa.europa.eu/en/efsajournal/doc/1460.pdf
Αναλύσεις από το EUFIC 10/2009. Κατευθυντήριες Γραμμές Διατροφής με Βάση τα Τρόφιμα στην Ευρώπη:http://www.eufic.org/article/el/expid/food-based-dietary-guidelines-in-europe/
EFSA (2009). Scientific Opinion of the Panel on Dietetic Products, Nutrition and Allergies on a request from the Commission related to the review of labelling reference intake values for selected nutritional elements. EFSA Journal 1008:1-14.http://www.efsa.europa.eu/en/efsajournal/doc/1008.pdf
Κανονισμός (EΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές:http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2011:304:0018:0063:EL:PDF
ΠΗΓΗ: www.eufic.org