Με το πέρασμα των χρόνων το ωραίο πρόσωπο, το ιδανικό σώμα, η ομορφιά αλλάζουν και καθορίζονται από τις εκάστοτε αντιλήψεις της εποχής. H ομορφιά νοείται ως αρμονία των χαρακτηριστικών προσώπου και σώματος, το παράστημα και η γενικότερη συμπεριφορά του ανθρώπου, ώστε η όλη εμφάνισή του να είναι ευχάριστη και να αντανακλά μια ισορροπία συναισθημάτων και ψυχικής γαλήνης (Blanko-Davila,2000). Πριν το χρώμα βάψει τους τοίχους των σπηλαίων, χρωμάτισε πρόσωπα και σώματα για διακοσμητικό σκοπό, στην αρχή ως μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων, ανάλογο των πολεμικών ή ερωτικών τους προθέσεων και στη συνέχεια ως τρόπος έκφρασης μηνυμάτων.
Το πρώτο μακιγιάζ υλοποιήθηκε όταν η πρωτόγονη γυναίκα ένιωσε την ανάγκη να περιποιηθεί το πρόσωπο της για να γίνει ομορφότερη. Στη συνέχεια φορέματα, στολίδια και καλλυντικά κάθε είδους ήρθαν για να βελτιώσουν την εμφάνιση των γυναικών, να τονίσουν την ελκυστικότητά τους, να μεταβάλλουν και να καλύψουν την κάθε ατέλεια. Το μακιγιάζ αποτελεί την αισθητική τεχνική, η οποία με τη χρήση επιλεγμένων κοσμητολογικών προϊόντων κατάλληλων χρωματικά λειτουργεί ως τέχνη αξιοποίησης των ωραίων στοιχείων του προσώπου και διόρθωσης των ατελειών του με κάλυψη τους και σκοπό την ανάδειξη της προσωπικότητας της γυναίκας μέσω βελτίωσης της εμφάνισης της (Μεγακλή, 1999).
Το μακιγιάζ είναι ακόμη μέσο μεταμόρφωσης του ανθρώπου που καλύπτει τις ανάγκες της υποκριτικής τέχνης, όπου η επαγγελματική σκοπιμότητα ορίζει την εφαρμογή του και προκαλεί ψυχολογικά βιώματα που εξυπηρετούν τις ανάγκες του ρόλου και όχι απαραίτητα την ομορφιά (Μεγακλή, 2008). Το μακιγιάζ έχει γίνει μια καλλυντική διέξοδος που επικρατεί παντού με τα χρόνια (Etcoff, 1999). Το μακιγιάζ είναι ο φορέας δημιουργίας και απόδοσης του καλλωπισμού με τη χρήση καλλυντικών έγχρωμων μέσων που βελτιώνει τη γυναικεία ελκυστικότητα. Τα καλλυντικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ποικίλους τρόπους για να επηρεάσουν την εμφάνιση του προσώπου, ως εργαλείο ανάδειξης της γυναικείας ομορφιάς (Quant,1996).
Eίχε θεωρηθεί ότι επειδή τα καλλυντικά επηρεάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που υπερέχουν στην αντίληψη της γυναικείας ελκυστικότητας, τα έντονα μακιγιαρισμένα πρόσωπα είναι πιο ελκυστικά από τα ίδια πρόσωπα χωρίς μακιγιάζ. Η νεανικότητα του προσώπου, η διατήρηση των παιδικών χαρακτηριστικών αρτιότερων συγκριτικά με του ενήλικα, όπως τα μεγάλα μάτια και σαρκώδη χείλη, μεγιστοποιεί την αντίληψη ελκυστικότητας του γυναικείου προσώπου (Perrett, Lee & Pentron-Voak, 1998; Jones, 1995; Johnston & Franklin, 1993). Ακόμη και η μορφή της υφής του δέρματος βελτιώνει την αντίληψη της γυναικείας ομορφιάς (Fink, Grammer & Thornhill, 2001), πιθανά λόγω της συνεισφοράς των καλυπτικών προϊόντων στην υφή και ομοιομορφία του δέρματος. Πολλές μελέτες αποκάλυψαν ότι τα πιο συμμετρικά πρόσωπα κρίνονται ως πιο ελκυστικά από αυτά που παρουσιάζουν ασυμμετρία χαρακτηριστικών (Tovee, Tasker & Benson, 2000; Perrett, Burt, Penton-Voak, Lee, Rowland & Edwards, 1999; Thornhill & Grammer, 1999), αφού η μη συμμετρικότητα μπορεί να συνιστά δυσμορφία εκ γενετής ή επίκτητη ασθένεια ή να αντανακλά στρες (Thornhill &Muller, 1998; Gangestad & Buss, 1993). Στις σύγχρονες κοινωνίες του δυτικού κόσμου οι επιδόσεις των γυναικών στηρίζονται κατά πολύ στην ελκυστικότητά τους (Feingold, 1990).
Η κουλτούρα είναι ένας παράγοντας προσδιορισμού των στοιχείων που κάνουν ελκυστικό ένα πρόσωπο ή σώμα και οι εκτιμήσεις του ατόμου γι’ αυτή την ελκυστικότητα εξαρτώνται από πολιτισμικούς προσδιορισμούς. Η σωματική εικόνα και η ικανοποίηση μέσω αυτής φαίνεται να σχετίζεται με τα πολιτισμικά ιδανικά και πώς αυτό εκλαμβάνει το σώμα του σε σύγκριση μ’ αυτά (Jackson, 2002). Για τους Αμερικάνους και ειδικά το νεαρό γυναικείο φύλο σε ποσοστό 75%, η αυτοαξία κρίνεται κατά βάση από την εξωτερική εμφάνιση, γεγονός που ασπάζονται σε μεγάλο ποσοστό και οι γονείς. Για τους Γάλλους η ενασχόληση με την εμφάνιση και η επένδυση σ’ αυτή είναι μικρότερη, η στάση των γονέων φαίνεται ηπιότερη και με κατανόηση για τα αισθήματα των παιδιών για το πρόσωπο και το σώμα τους (Ferron, 1997) και την ικανοποίηση που λαμβάνουν μέσω αυτού. Τα άτομα που νιώθουν άβολα με τη σωματική τους εμφάνιση έρχονται με δυσκολία στην ευχαρίστηση με την ερωτική επαφή ή αισθάνονται άβολα κατά την έκφραση των ερωτικών τους διαθέσεων (Hangen & Cash, 1990). H αποστροφή σε κάποια σημεία του προσώπου, του σώματος ή της εμφάνισης μας ή η πεποίθηση πως ο σύντροφος μας αποστρέφεται διαστάσεις του σώματός μας οδηγεί σε σεξουαλικό άγχος και αποφυγή. Ο προβληματισμός με τα διάφορα μέρη του σώματος και λειτουργίες του, οδηγεί σε εικόνα σώματος που ελαττώνει την επιθυμία, προάγει την αποστροφή και ενισχύει το ερωτικό άγχος (Hangen & Cash, 1990), εξαιτίας έλλειψης ελκυστικότητας.
Τα κοινωνικά δεδομένα για τη σωματική ικανοποίηση δίνουν έμφαση στην ελκυστικότητα και τη σωματική κομψότητα τη στιγμή που η ιδανική μορφή προβάλλεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όλο και πιο αδύνατη (Wiseman, Gray, Mosimman & Ahrens, 1992), όλο και πιο τελειοποιημένη σε μορφοποίηση χαρακτηριστικών του προσώπου με αισθητικές παρεμβάσεις, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα πολλές γυναίκες να πλήττονται από σωματική δυσαρέσκεια ως προς το μέγεθος και τη σωματική τους μορφή (Rodin, Silberstein & Striegel-Moore, 1985). Η αισθητική παρέμβαση μεταβάλλει την εμφάνιση του ατόμου και αλλάζει τον τρόπο σκέψης για το πρόσωπο και το σώμα του. Η αισθητική χειρουργική οδηγεί και αυτή το άτομο σε αλλαγές συμπεριφοράς μέσω αύξησης της αυτοεκτίμησής του λόγω βελτίωσης της εμφάνισής του (Pruzinsky & Edgerton, 1990).
Οι αισθητικές περιποιήσεις με χρήση καλλυντικών προϊόντων και ηλεκτροθεραπεία βελτιώνουν την υφή και εμφάνιση της επιδερμίδας. Η αισθητική παρέμβαση με μακιγιάζ συνδράμει στη διαμόρφωση παρουσίασης βελτιωμένης εικόνας προσώπου, μέσω κάλυψης των ατελειών των επιμέρους χαρακτηριστικών και προβολής των καλύτερων στοιχείων του με σκοπό τη βελτίωση της εμφάνισης και την ενίσχυση της ψυχολογίας του ατόμου γενικότερα.
Γράφει: Χρήστος Δούκας, Καθηγητήςτμήματος Αισθητικής και Κοσμητολογίας Α.ΤΕΙΘ και Μεγακλή Θεογνωσία, Εργαστηριακός συνεργάτης τμήματος Αισθητικής και Κοσμητολογίας Α.ΤΕΙΘ
ΠΗΓΗ: www.mybeautynet.gr