Υπάρχει η εικόνα ενός γηραιού κυρίου που θα μας στοιχειώνει αιώνες. Το όνομα αυτού είναι Σίγκμουντ Φρόυντ, έζησε στη Βιέννη και κάπου γύρω στο 1885 ξεκίνησε να θεμελιώνει την ψυχανάλυση.
Σήμερα αυτή η μορφή ψυχοθεραπείας έχει εξελιχθεί, δεν παύει όμως ο ίδιος ως φιγούρα του μεταμοντέρνου κόσμου να ασκεί επιρροή σε θεραπευτικές προσεγγίσεις και όχι μόνο.
Αυτός ο ηλικιωμένος άντρας λοιπόν δεν μιλάει πολύ. Κάθεται πίσω μας ενώ ξαπλώνουμε στο ντιβάνι και μας προσκαλεί να του πούμε ιστορίες. Ίσως μας κάνει να μιλάμε πολύ γιατί ο ίδιος λέει ελάχιστα. Δεν είναι όλες οι ιστορίες αυτές που του κάνουν όμως, θέλει να ακούσει για τα μυστικά μας και για τις επιθυμίες μας. Μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε για τις πρόσφατες κρίσεις που περάσαμε, για τις τελευταίες απογοητεύσεις μας, όμως γνωρίζουμε πως ούτε αυτό αρκεί. Περιμένει λοιπόν καρτερικά για εμάς, να ανοίξουμε κάποια σπηλιά μέσα μας και να ξυπνήσουμε το αποκοιμισμένο ζώο που κρύβεται εκεί. Ο Φρόυντ λοιπόν δεν θα φύγει.
Με τον καιρό γνωρίσαμε πως ένα φάρμακο μπορεί πολύ πιο δραστικά και πολλές φορές αναγκαία να ‘χτυπήσει’ ένα σύμπτωμα, να ανακουφίσει από αυτό που δεν αντέχεται και μάλιστα χωρίς τον κόπο να ανοίξει καμιά σπηλιά. Άλλωστε, ποιος θέλει να μιλάει για όλα αυτά που φέρνουν σε αμηχανία, όπως την σεξουαλικότητά του, την επιθετικότητα και όποια ενοχή μπορεί να κουβαλάει; Επιπλέον σήμερα γνωρίζουμε πολλά παραπάνω για θέματα όπως το σεξ από ό,τι τότε. Άρα και ποιος ο λόγος;
Για κάποιον λόγο όμως, ο Φρόυντ και πάλι δεν λέει να φύγει και φαίνεται να μας έχει στοιχειώσει. Εξακολουθεί να εμφανίζεται σε μέρη όπου δεν έχει καμία δουλειά. Ακόμα κι αφότου έχουμε επιτύχει να τον διώξουμε επειδή είναι άβολο για τα κέρδη των φαρμακευτικών εταιριών και των ασφαλιστικών ταμείων, εκείνος εμφανίζεται σε τηλεοπτικά προγράμματα, στις ταινίες του Γούντι Άλεν ακόμα και στην λογοτεχνία. Και μετά ακούγονται νοσταλγικές φωνές της ψυχιατρικής που παραπονιούνται για φάρμακα χωρίς αξιολογήσεις baseline*, συνταγογραφήσεις θεραπευτικές που πληθαίνουν με τρελούς ρυθμούς και τρελαίνουν τα ασφαλιστικά ταμεία και όλοι αυτοί που μιλάνε για την ανάγκη οι ασθενείς να αποκτήσουν κάποιο νόημα πάνω σε αυτό που τους συμβαίνει όπως οι ίδιοι το βιώνουν.
Να’τος πάλι λοιπόν, κάθεται εκεί πίσω μας.
Όταν ξεκινάμε να λέμε ιστορίες για τον εαυτό μας και να αναφερόμαστε σε αυτόν, χρησιμοποιούμε μια αφήγηση (narrative) που δομεί μια εικόνα της ταυτότητάς μας σε σχέση με τους άλλους και σε σχέση με την αλλαγή που φέρνει ο χρόνος που περνάει. Άσχετα με τον αφηγηματικό μας τρόπο υπάρχει μια ενοχλητική φροϋδική ερώτηση που τίθεται: ‘Τι κερδίζεις από αυτό?’ ή αλλιώς ‘τι κερδίζεις πραγματικά από αυτό?’ . Σε μια ιστορία όπου κάποιος αφηγείται για παράδειγμα πως αισθάνεται ότι οι συγγενείς/φίλοι τον κοροϊδεύουν ή τον μειώνουν με κάποιον τρόπο ή το πώς είναι θύμα της γκρίνιας των άλλων ή της χειριστικότητάς τους ή ίσως κάποιος άλλος το πώς οι άλλοι τον αποκαλούν συνεχώς γκρινιάρη. Το πραγματικό λοιπόν ερώτημα που ο γηραιός κύριος θέτει είναι ‘τι βγάζεις εσύ από το να σε ενοχλούν με τον χ τρόπο οι άλλοι?’, ‘Ποια επιθυμία σου εκφράζεται μέσα από την χ πληγή ή μέσα από την αφήγηση αυτής?’ – ένα ερώτημα σχετικά προσβλητικό θα έλεγε κανείς με ένα πρώτο ‘ανάγνωσμα’. Σε ένα ευρύτερο κοινωνικό-συλλογικό επίπεδο, ένα ανάλογο ερώτημα θα ήταν: ‘Ποια επιθυμία ικανοποιεί ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, για παράδειγμα. ‘Ποια επιθυμία κρύβεται πίσω από τον θυμό κάποιων ετεροφυλόφιλων ανθρώπων όταν ακούνε για ομοφυλόφιλα ζευγάρια που υποστηρίζουν την μονογαμία’ και άλλα ερωτήματα που αφορούν δυναμικές που εμπίπτουν σε βάσεις κοινωνικο-οικονομικών πτυχών.
Συνήθως, η απάντησή τους περιγράφεται μέσω μιας αμφιθυμίας. Δηλαδή, με απλά λόγια, ποτέ δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι. Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι η αγάπη δεν μπορεί να ικανοποιηθεί χωρίς επιθετικότητα και ότι η έντονη αντιπάθεια είναι δεμένη με κάποια επιθυμία. Δεν υπάρχει κατά το φροϋδικό μοντέλο απόλυτη ικανοποίηση, επειδή οι επιθυμίες που θέλουμε να ικανοποιήσουμε συχνά είναι αντιφατικές. Ο λόγος λοιπόν που δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε το ερώτημά του είναι ότι εν τέλει, καταπνίγουμε αυτές τις συγκρουόμενες επιθυμίες μας, καθώς η ικανοποίηση της μιας συνεπάγεται την απάρνηση μιας άλλης. Η ικανοποίηση γεννά την ενοχή κι ακόμα η ενοχή γεννά νέες επιθυμίες.
Έτσι, το να φτάσουμε στο βάθος των κινήτρων μας φαντάζει αδύνατο καθώς εφόσον ‘κερδίζουμε κάτι’ (έναν βαθμό ικανοποίησης από το να μην γνωρίζουμε), πάντα θα υπάρχει μια βασική συστολή στο να το κάνουμε αυτό. Αυτή η απώθηση λοιπόν, πάντα θα αποτελεί κομβική έννοια στην φροϋδική θεωρία για την ηθελημένη μας άρνηση στην βαθιά αυτογνωσία. Ο Φρόυντ μας θυμίζει, πως οι δράσεις και οι αφηγήσεις μας μπορεί να κινητοποιούνται από την επιθυμία του να μην δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Το να περιφράξουμε αυτό που είναι πολύτιμο για εμάς τόσο σε ατομικό όσο και σε πολιτικό-κοινωνικό επίπεδο (οι λεγόμενες άμυνες), είναι για τον Φρόυντ υπόσχεση όσο και απειλή.
Μια παρουσία στο δωμάτιο που μας ακούει με μεγάλες παύσεις και περιμένει να μιλήσουμε, να κάνουμε συνειρμούς και συνδέσεις για όσα αφηγούμαστε θα μας θυμίζει το ψυχαναλυτικό φάντασμα του Φρόυντ. Κι όταν τελικά αυτός που μας ακούει μιλήσει και δώσει μια γεμάτη ερμηνεία για όσα άκουσε, ο αντίκτυπος σε μας μπορεί να είναι σαν ένα εκτόπλασμα που ξαφνικά γίνεται ορατό και αναφωνούμε ‘ααααα, το φάντασμα!!!’
Για τον Φρόυντ όμως είναι η διερεύνηση που έχει το ενδιαφέρον κι όχι τόσο η αποκάλυψη. Το γεγονός δηλαδή ότι ο πνευματικός μας οίκος ίσως όντως είναι στοιχειωμένος από το παρελθόν, σε τελική ανάλυση είναι πιο ενδιαφέρον από το τι θα έκαναν αυτά τα φαντάσματα στο παρόν.. Επομένως, ο λόγος που ο Φρόυντ μας ‘στοιχειώνει’ δεν είναι οι εξηγήσεις του για την ψυχοπαθολογία, ίσως ούτε ακόμα η σύλληψή του της ομιλητικής ψυχοθεραπείας, όσο τα απειλητικά και κωμικά σενάρια, εκείνες οι πιθανότητες που ξεδιπλώνονται στην προσπάθεια απάντησης του ερώτηματός του.
*Οι έρευνες baseline είναι απαραίτητες για να διασφαλίσουν την βάση μελλοντικών (επαν)αξιολογήσεων της αποτελεσματικότητας ή μη μίας παρέμβασης (φαρμακευτικής στην δεδομένη περίπτωση).
ΠΗΓΗ: www.genenutrition.gr