Ένα τεστ ανάλυσης της αναπνοής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διάκριση μεταξύ καλοήθων και κακοήθων πνευμονικών όζων, αναφέρει πιλοτική μελέτη που δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση της Διεθνούς Ένωσης για τη Μελέτη του Καρκίνου του Πνεύμονα. Η μελέτη εξέτασε 74 ασθενείς που βρίσκονταν υπό έρευνα για πνευμονικά οζίδια και συμμετείχαν σε κλινικό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.
Ερευνητές από το Ισραήλ και το Κολοράντο συνέλεξαν δείγματα εκπνεόμενου αέρα από κάθε ασθενή. Στη συνέχεια προχώρησαν σε ανάλυση των εκπνεόμενων πτητικών οργανικών ενώσεων με τη χρήση αέριας χρωματογραφίας και φασματομετρίας μάζας και μπόρεσαν να ταυτοποιήσουν την καλοήθεια ή την κακοήθεια των όζων με τη βοήθεια χημικών στοιχείων που ανέπτυξε ο καθηγητής Hossam Haick και οι συνεργάτες του στο Technion-Israel Institute of Technology .
Προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία της νέας μεθόδου με τον έλεγχο της αναπνοής, οι ίδιοι ασθενείς υποβλήθηκαν επίσης στην κλασική μέθοδο της βρογχοσκόπησης και/ ή λοβεκτομής από τον πνεύμονα. Οζίδια που είτε υποχώρησαν ή παρέμειναν σταθερά κατά τη διάρκεια μιας 24-μηνών θεωρήθηκαν καλοήθεις.
Το συμπέρασμα ήταν ότι και οι δύο τεχνικές κατέληξαν ακριβώς στην ίδια διάγνωση. Προσδιόρισαν με ακρίβεια ότι 53 πνευμονικά οζίδια ήταν κακοήθεις όγκοι και 19 ήταν καλοήθεις. Όμως, με τη νέα μέθοδο, μπορούσε, επιπλέον, να γίνει διάκριση μεταξύ αδενοκαρκινώματος και ακανθοκυτταρικού καρκινώματος, ήδη από τα πρώτα στάδια της νόσου και όχι σε προχωρημένο στάδιο.
Αυτό το είδος των δοκιμών θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίλυση ορισμένων από τα προβλήματα που δημιουργούνται με την αξονική τομογραφία. Αν και ο κλασικός έλεγχος με αξονική τομογραφία έχει μειώσει το ποσοστό θνησιμότητας από καρκίνο του πνεύμονα κατά 20 τοις εκατό, πολλοί άνθρωποι πρέπει να υποβληθούν και σε επεμβατικές διαδικασίες προκειμένου να ταυτοποιηθεί ότι τα πνευμονικά οζίδια δεν είναι καρκινικά. Ο νέος, λοιπόν, έλεγχος, με τεστ αναπνοής, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως δευτερεύον διαγνωστικό τεστ για τους ασθενείς οι οποίοι βρέθηκαν να έχουν πνευμονικά οζίδια μετά την εξέταση με αξονική τομογραφία.
Οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν: ” η δοκιμασία αναπνοής σε αυτή τη μελέτη θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη μείωση της περιττής εργαστηριακής έρευνας και τη μείωση του κινδύνου της διαδικασίας που σχετίζονται με τη νοσηρότητα και το κόστος. Επιπλέον, θα μπορούσε να διευκολύνει την ταχύτερη θεραπευτική παρέμβαση, αντικαθιστώντας τη χρονοβόρα κλινική παρακολούθηση.”
ΠΗΓΗ: www.healthpress.gr