Έρευνες

ΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Google+ Pinterest LinkedIn Tumblr

Ένα σοβαρό ερώτημα το οποίο απασχολεί την ελληνική επιστημονική κοινότητα στο χώρο της ψυχολογίας εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες είναι το ποσοστό των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι αντιμετωπίζουν κάποια ψυχική διαταραχή. Λόγω πολλαπλών παραγόντων που σχετίζονται με τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης των δομών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, αλλά και προβλημάτων μεθοδολογίας, δεν έχει υπάρξει κάποια μεγάλη έρευνα πάνω σε αυτόν τον τομέα για τουλάχιστον 30 χρόνια. Αυτό το ερώτημα απασχολούσε και μια ομάδα ερευνητών του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, η οποία κατάφερε να οργανώσει μια (σχεδόν) πανελλαδική έρευνα με σκοπό να δώσει κάποιες απαντήσεις σχετικά με τον επιπολασμό (συχνότητα εμφάνισης) ψυχικών διαταραχών στον γενικό πληθυσμό της Ελλάδας.

Όπως αναφέρουν και οι ερευνητές στο άρθρο τους, τα ποσοστά επιπολασμού ψυχικών διαταραχών ανά το παγκόσμιο κυμαίνονται στα επίπεδα του 12%. Με άλλα λόγια, αυτή τη στιγμή περίπου ένας στους δέκα κατοίκους αυτού του πλανήτη αντιμετωπίζει κάποια ψυχική διαταραχή ελαφριάς, μέτριας ή βαριάς μορφής. Οι πιο συχνά εμφανιζόμενες διαταραχές είναι αυτές που σχετίζονται καταθλιπτικά συμπτώματα και άγχος.

Η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων θέλησε να έχει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα απαντήσεων από όλες τις γωνιές της Ελλάδος: τα μεγάλα αστικά κέντρα, την λοιπή ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και τα νησιά. Λόγω προβλημάτων οικονομικής φύσεως όμως αποφασίστηκε η έρευνα να μην καλύψει και την Κρήτη, για την οποία υπάρχουν δεδομένα από άλλες έρευνες που επικεντρώθηκαν στον πληθυσμό του εν λόγω νησιού. Το τελικό δείγμα της έρευνας αποτελούνταν από 9800 άτομα ηλικίας 18-70 ετών (περίπου 50% άνδρες και 50% γυναίκες), παντρεμένα σε ποσοστό 60% και εργαζόμενα σε ποσοστό 60%, επιλεγμένα τυχαία αλλά αντιπροσωπευτικά από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Η έρευνα έγινε με τη μορφή ερωτηματολογίων από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως και τον Φεβρουάριο του 2010.

Πριν παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα της έρευνας έχει ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε μια σημαντική παρατήρηση που έκαναν και οι ίδιοι οι ερευνητές. Μόνο το 54% των ερωτηθέντων δέχτηκαν να απαντήσουν στην έρευνα, με αποτέλεσμα οι τελικές στατιστικές αναλύσεις να γίνουν με ένα δείγμα της τάξεως των 5000 ατόμων. Οι γυναίκες και οι μεσήλικες ήταν αυτοί οι οποίοι έδειξαν τα μεγαλύτερα ποσοστά άρνησης συμμετοχής στην έρευνα. Μια εικασία που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι αυτή η συμπεριφορά σε κάποιο βαθμό μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη παιδείας των Ελλήνων γύρω από θέματα ψυχιατρικής, με αποτέλεσμα τον στιγματισμό ερωτημάτων που σχετίζονται με την ψυχική μας υγεία.

Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποίησε η ερευνητική ομάδα αξιολογούσε την παρουσία 14 ψυχιατρικών συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια α)της τελευταίας εβδομάδας και β)κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες σε ένα ποσοστό της τάξεως του 15% εμφάνιζαν τα συμπτώματα της ψυχολογικής κόπωσης, ευερεθιστότητας και της ανησυχίας, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά (5%) εμφανίστηκαν για τις εμμονές, τις φοβίες και τον πανικό. Οι γυναίκες είχαν υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης ψυχιατρικών συμπτωμάτων σε σχέση με τους άνδρες. Συνολικά, υπολογίστηκε ότι το 14% των συμμετεχόντων παρουσίαζε κάποια μέτρια ή σοβαρή ψυχοπαθολογία, με τις γυναίκες να έχουν υψηλότερα ποσοστά από τους άνδρες.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η πιο συχνά εμφανιζόμενη ψυχική διαταραχή στην Ελλάδα είναι η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή (ΓΑΔ) με ποσοστό 4,1%, ακολουθούμενη από τα καταθλιπτικά επεισόδια με ποσοστό 2,9%. Οι συμμετέχοντες σε ποσοστό της τάξεως του 7,5% πληρούσαν τα κριτήρια για μία τουλάχιστον διαταραχή σχετιζόμενη με το άγχος ή/και την κατάθλιψη. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το 50% των συμμετεχόντων παρουσίαζε τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους. Με απλά λόγια, με μια απλή αναγωγή συμπεραίνουμε πως περίπου το 6,5% του πληθυσμού παρουσιάζει χρόνια ψυχοπαθολογική συμπτωματολογία.

Οι μεγαλύτερες ηλικίες (50-70 ετών) παρουσίαζαν αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους σε σχέση με τις άλλες ηλικιακές ομάδες, πιθανόν λόγω της ταυτόχρονης ύπαρξης κάποιου οργανικού προβλήματος το οποίο φυσικά επιβαρύνει και ψυχολογικά αυτά τα άτομα.

Μεγάλο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν και οι αριθμοί κατάχρησης αλκοόλ και άλλων ουσιών, καθώς βρέθηκε ότι σε ένα ποσοστό περίπου 12,6% του πληθυσμού κάνει κατάχρηση αλκοόλ, με τους άνδρες να έρχονται πρώτοι (16,9%) σε σχέση με τις γυναίκες (8,5%). Το 40% του πληθυσμού βρέθηκε πως είναι καπνιστές (καπνίζει συστηματικά τον τελευταίο μήνα) με τους άνδρες και πάλι να έρχονται πρώτοι και σε αυτή την κατάχρηση (50% των ανδρών έναντι 30% των γυναικών). Η χρήση χασίς κυμαίνεται στο 2%.

Τέλος, οι ερευνητές εστιάζουν την προσοχή μας στο γεγονός ότι τα αποτελέσματα της πανελλήνιας έρευνας επαληθεύουν την αντίληψη που θέλει τους κατοίκους των νησιωτικών περιοχών και ιδιαίτερα των πιο μικρών νησιών να παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά ψυχοπαθολογίας σε σχέση με τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Κάνοντας μια σύγκριση των ευρημάτων με τα ποσοστά επιπολασμού στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι ερευνητές αναφέρουν ότι στην Ελλάδα παρουσιάζουμε μειωμένα ποσοστά κατάθλιψης σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρώπης αλλά αυξημένα ποσοστά γενικευμένου άγχους και αγχωδών διαταραχών.

Στην προσπάθειά της έρευνας να λάβει υπόψη και κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που ενδεχομένως συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ψυχοπαθολογίας, βρέθηκε ότι η ανεργία -από την οποία υποφέρει το ένα τέταρτο της Ελλάδας- σχετίζεται με υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων, ιδιαίτερα των καταθλιπτικών. Η ακριβής σχέση του παράγοντα της ανεργίας και της ψυχοπαθολογίας αναμένεται να ερευνηθεί σε βάθος σε μια μελλοντική δημοσίευση της ίδιας επιστημονικής ομάδας.

Σε γενικές γραμμές βλέπουμε ότι τα ποσοστά ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων στη χώρα μας είναι στα ίδια επίπεδα με αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης. Κύριο ψυχιατρικό σύμπτωμα στην ελληνική κοινωνία φαίνεται πως είναι οι αγχώδεις και καταθλιπτικές διαταραχές, όπως ακριβώς βλέπουμε ότι συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βεβαίως παρουσιάζει η συσχέτιση μεταξύ ανεργίας και ανάπτυξης ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων, αν και πρέπει να τονίσουμε ότι η έρευνα έγινε τέλη του 2009, στις αρχές δηλαδή της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Θα είχε ενδιαφέρον εάν είχαμε δεδομένα από το 2011 και έπειτα, όταν η οικονομική ύφεση άρχισε να βαθαίνει επικίνδυνα και η ανεργία να εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ύψη. Μια σύγκριση μεταξύ της προ-κρίσης και μετά-κρίσης εποχών θα έδειχνε εμμέσως τον ψυχολογικό αντίκτυπο του γενικότερου ασταθούς οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού κλίματος που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

Τέλος, ένα σημείο της έρευνας που προσωπικά με προβληματίζει ιδιαίτερα είναι τα υψηλότατα ποσοστά μη συμμετοχής στην έρευνα. Οι μισοί συμμετέχοντες αρνήθηκαν να απαντήσουν στα ερωτηματολόγια. Υποψιάζομαι ότι η πιο πιθανή αιτία είναι η έλλειψη ενημέρωσης γύρω από θέματα ψυχικής υγείας και ο γενικότερος στιγματισμός που επικρατεί γύρω από αυτά τα θέματα, τα οποία θεωρούνται ταμπού από μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού.

Μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα θα έπρεπε να διαθέτει ένα καλά δομημένο σύστημα ψυχικής υγείας, το οποίο να έχει καταφέρει να έρθει κοντά στον απλό, καθημερινό πολίτη και να τον ενημερώσει σωστά, αντικειμενικά και χωρίς διαστρεβλώσεις για τον ορισμό και την σημαντικότητα της ψυχικής υγείας, με απώτερο σκοπό την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση των ψυχικών διαταραχών.

Περισσότερες Πληροφορίες / Βιβλιογραφία
Skapinakis, P., Bellos, S., Koupidis, S., Grammatikopoulos, I., Theodorakis, P. N., & Mavreas, V. (2013). Prevalence and sociodemographic associations of common mental disorders in a nationally representative sample of the general population of Greece. BMC Psychiatry, 13(1), 163. doi:10.1186/1471-244X-13-163
Cross-national comparisons of the prevalences and correlates of mental disorders. Bulletin of the World Health Organization, 78(4), 413-426.

Γράφει: Αγοραστός Δημήτριος, Ψυχολόγος – Νευροψυχολόγος
ΠΗΓΗ: www.genenutrition.gr

Write A Comment