Η καρδιακή βηματοδότηση χρησιμοποιείται τα τελευταία 50 χρόνια στην αντιμετώπιση των ασθενών με βραδυκαρδία, οι οποίοι εμφανίζουν συμπτώματα που οφείλονται σ αυτήν. Αποτελεί μια ιδιαίτερα αποτελεσματική θεραπευτική παρέμβαση γιατί συμβάλλει στην παράταση της επιβίωσης των ασθενών και στην σημαντική βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Πρόσφατα μάλιστα, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια, οι οποίοι δεν εμφανίζουν απαραίτητα κλασσική ένδειξη εμφύτευσης βηματοδότη.
Οι κύριες ενδείξεις εμφύτευσης βηματοδότη είναι η αντιμετώπιση της συγκοπής (λιποθυμίας), της προσυγκοπής (ζάλης) ή της εύκολης κόπωσης που οφείλονται σε παθολογική βραδυκαρδία. Στην αρχική μορφή τους οι βηματοδότες πετύχαιναν την υποστήριξη της καρδιακής συχνότητας, δημιουργώντας, ωστόσο, άλλα προβλήματα στον οργανισμό. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά και με την βαθύτερη κατανόηση της παθοφυσιολογίας της καρδιακής συστολής τα βηματοδοτικά συστήματα βελτιώθηκαν έτσι, ώστε να αποκαθιστούν τον καρδιακό ρυθμό τόσο στην ηρεμία όσο και κατά την κόπωση, κατά το δυνατόν πιο φυσιολογικά και με τις λιγότερες δυνατές ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι σύγχρονοι βηματοδότες εμπεριέχουν εκτός από την πηγή ενέργειας ένα μεγάλο αριθμό μικροκυκλωμάτων και αλγόριθμων λειτουργίας που τους δίνει τη δυνατότητα καταγραφής, αποθήκευσης και ενίοτε θεραπείας καρδιακών αρρυθμιών που μπορεί να εμφανίσει ο ασθενής, διαφορετικών από εκείνων που οδήγησαν στην εμφύτευσή τους. Ακόμη, μπορούν να παρέχουν πληροφορίες για τις ενδοκαρδιακές πιέσεις και την κατάσταση των υγρών των πνευμόνων, οι οποίες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στην θεραπεία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια. Επιπλέον τα σύγχρονα συστήματα έχουν την δυνατότητα αυτοπρογραμματισμού και μεταβολής των παραμέτρων λειτουργίας τους με δύο κύριους στόχους. Πρώτον την κατά το δυνατόν φυσιολογικότερη λειτουργία της καρδιάς και δεύτερον την εξοικονόμηση ενέργειας και την παράταση της διάρκειας ζωής της συσκευής. Πρόσφατα οι βηματοδότες παρέχουν την δυνατότητα τηλεμετάδωσης πληροφοριών και έτσι, η παρακολούθηση της σωστής λειτουργίας του βηματοδότη μπορεί να γίνει από το σπίτι, χωρίς να είναι απαραίτητη η επίσκεψη του ασθενούς στο νοσοκομείο. Η τελευταία κρίνεται αναγκαία μόνον όταν διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα ή χρειαστεί επαναπρογραμματισμός των παραμέτρων λειτουργίας της συσκευής. Έτσι μειώνεται η ταλαιπωρία των ασθενών, η παρακολούθησή τους γίνεται στενότερη ενώ παράλληλα ελαττώνεται η συμφόρηση των εξωτερικών ιατρείων. Μια άλλη καινοτομία στην εξέλιξη της καρδιακής βηματοδότησης είναι η κατασκευή συσκευών και ηλεκτροδίων, η λειτουργία των οποίων δεν επηρεάζεται από ισχυρά μαγνητικά πεδία. Έτσι οι ασθενείς που φέρουν αυτά τα σύγχρονα βηματοδοτικά συστήματα μπορούν, εάν χρειαστεί, να υποβληθούν σε μαγνητική τομογραφία, κάτι που μέχρι τώρα ήταν αδύνατον.
Την τελευταία δεκαετία η βηματοδότηση με ειδικό τρόπο (αμφικοιλιακή βηματοδότηση) έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Στους τελευταίους, με την προϋπόθεση ότι πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής, η ταυτόχρονη βηματοδότηση από την δεξιά και την αριστερά κοιλία έχει βρεθεί ότι επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου, βελτιώνει την ποιότητα ζωής και αυξάνει την επιβίωση.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα και η εξέλιξη στο χώρο της καρδιακής βηματοδότησης συνεχίζεται, με σκοπό πάντοτε την καλύτερη και ασφαλέστερη αντιμετώπιση του ασθενούς. Σε ερευνητικό στάδιο ευρίσκεται η αναζήτηση της βέλτιστης θέσης εμφύτευσης των ενδοκαρδιακών ηλεκτροδίων καθώς και η εφαρμογή καρδιακής βηματοδότησης χωρίς ηλεκτρόδια με κύριο στόχο την απλούστευση της επέμβασης εμφύτευσης και την ελάττωση των επιπλοκών της.