Η πλειοψηφία των ερευνητών αλλά και τα δυο ταξινομητικά συστήματα (DSM-IV και ICD-10) θεωρούν ως βάση για την περιγραφή και διερεύνηση της κατάθλιψης στα παιδιά και τους έφηβους, την κατάθλιψη των ενηλίκων. Μπαίνουν όμως δυο σημαντικά ερωτήματα από αυτή την τακτική : αν υπάρχουν ειδικές ομάδες συμπτωμάτων που διαφέρουν στα διαφορετικά ηλικιακά γκρουπ και αν μερικά από τα συμπτώματα που παρουσιάζονται στα παιδιά και τους έφηβους είναι παραλλαγές αντίστοιχων κριτηρίων των ενηλίκων.
Απαντώντας στο πρώτο θα λέγαμε ότι υπάρχουν κάποια συμπτώματα που δεν φαίνεται να έχουν σχέση με την ηλΚικία όπως η καταθλιπτική διάθεση, η μειωμένη συγκέντρωση, η αϋπνία, ο αυτοκτονικός ιδεασμός. Όμως η ανηδονία, η ημερήσια διακύμανση, η απελπισία, η ψυχοκινητική επιβράδυνση, η υπερυπνία και οι παραληρητικές ιδέες αυξάνουν σε συχνότητα με την ηλικία. Αντίθετα η θλιμμένη όψη, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι σωματικές αιτιάσεις και οι ψευδαισθήσεις μειώνονται. Συμπτώματα όπως η εύκολη κόπωση, η διέγερση και η ανορεξία είναι συχνότερες στα νεώτερα και τα γηραιότερα άτομα.
Είναι ευνόητο να υποθέσει κανείς μια συσχέτιση μεταξύ της κεντρικής ψυχοπαθολογίας και του εξελικτικού σταδίου για κάθε μια από τις παραπάνω ομάδες. Έτσι τα παιδιά που γνωσιακά δεν αντιλαμβάνονται το μέλλον και την ενοχή τόσο εύκολα όσο οι έφηβοι και οι ενήλικες, είναι λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν απελπισία και ενοχικό ιδεασμό (αν εμφανιστούν είναι ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα αλλά αν απουσιάζουν δεν αποκλείουν την διάγνωση). Το αίσθημα της ηττοπάθειας και του ανέκκλητου των εφήβων οφείλεται στο ότι αυτός, σε αντίθεση με το παιδί, μπορεί να προβάλει τη σκέψη του στο μέλλον και ταυτόχρονα, σε αντίθεση με τον ενήλικα, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την πείρα του και κάποια μετριοπάθεια στη σκέψη του για να μετριάσει την απαισιοδοξία του. Οι σωματικές αιτιάσεις (όπως πονοκέφαλοι, πόνοι στη κοιλιά) σχετίζονται με την κατάθλιψη των παιδιών, ανεξάρτητα από την συνυπάρχουσα αγχώδη δ, γιατί είναι ένας τρόπος του μικρού παιδιού να πει ότι δεν αισθάνεται καλά. Από την άλλη το γεγονός ότι οι ψευδαισθήσεις, αντίθετα από τις παραληρητικές ιδέες, μειώνονται με την ηλικία, μπορεί να σημαίνει ότι η σημασία τους στα παιδιά διαφέρει από την σημασία τους στους ενήλικες.
Υπάρχουν όμως και ενδείξεις, ότι για τις διαφορές αυτές στην φαινομενολογία, μπορεί να ευθύνεται (και) η βιολογική ωρίμανση και όχι (μόνο) η γνωσιακή. Έτσι καταθλιπτικοί με σημαντική ΝΚ, καίτοι γνωσιακά μοιάζουν με παιδιά, έχουν εξωλεκτικές συμπεριφορές που μοιάζουν με τους ενήλικες.
Άλλες διαφορές μεταξύ των ηλικιών εντοπίζονται στην αιτιολογία. Έτσι στα παιδιά προσχολικής ηλικίας με κατάθλιψη σχεδόν πάντα προϋπάρχει κακοποίηση ή παραμέληση. Επίσης η συννοσηρότητα είναι ο κανόνας στις μικρές ηλικίες, με πιο συχνές τις αγχώδεις δ, την δ άγχους αποχωρισμού, τις διαταρακτικές δ και την ADHD.
Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι αν μερικά από τα συμπτώματα που παρουσιάζονται στα παιδιά και τους έφηβους είναι παραλλαγές αντίστοιχων κριτηρίων των ενηλίκων. Για παράδειγμα το κλάμα και η θλιμμένη έκφραση θεωρούνται αποδεκτές αναπαραστάσεις της καταθλιπτικής διάθεσης, κυρίως στα μικρά παιδιά. Η κοινωνική απόσυρση και η μειωμένη ενασχόληση με την υγιεινή μπορεί να είναι αποτέλεσμα της απώλειας του ενδιαφέροντος στους έφηβους. Η ευερεθιστότητα και τα ξεσπάσματα θυμού θεωρούνται δείγματα διέγερσης στα παιδιά. Όλα όμως αυτά τα συμπτώματα μπορούν να συνοδεύουν άλλες ψυχιατρικές διαταραχές. Η διάγνωση της κατάθλιψης είναι πιθανή σαν κύρια εξήγηση των συμπεριφορών αυτών μόνο αν εμφανίζονται για πρώτη φορά σε παιδιά που προηγουμένως ήταν σχετικά καλά προσαρμοσμένα.
Κλινική εικόνα
Προσχολική ηλικία: στην ηλικία αυτή η κατάθλιψη εκφράζεται κυρίως εξωλεκτικά δηλ. φαίνονται μελαγχολικά, σαν άρρωστα, χωρίς ζωντάνια. Είναι συχνά δακρυσμένα ή ξαφνικά ευερέθιστα. Λένε συχνά αρνητικά πράγματα για τον εαυτό τους και είναι αυτοκαταστροφικά. Βέβαια δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς αν αυτά είναι δικά τους ή αν αποτελούν επανάληψη της λεκτικής κακοποίησης που έχουν υποστεί ή παίζουν το βίαιο παιχνίδι της οικογένειας που συχνά έχουν βιώσει.
Σχολική ηλικία: τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα του επιπέδου ωρίμανσης. Διακρίνουμε τρεις τύπους. Ο πιο συχνός είναι το παιδί με τη διαταρακτική συμπεριφορά, τα προβλήματα τα ακαδημαϊκά και με τους συνομηλίκους. Η αυξανόμενη ευερεθιστότητα και επιθετικότητα, η απειλή για αυτοκτονία και η πτώση στα μαθήματα φέρνουν το παιδί στον κλινικό. Οι γονείς λένε συχνά ότι τίποτα δεν τα ευχαριστεί, ότι μισεί τον εαυτό του και όλα γύρω του. Μερικά παιδιά μπορεί να ακούν φωνές ή να αισθάνονται ότι τα καταδιώκουν, αν και αυτό είναι και αναμενόμενο λόγω της απόρριψης που βιώνουν. Συμπτώματα εναντιωματικής δ ή ADHD μπορεί να προηγούνται της εμφάνισης της κατάθλιψης. Στην όψιμη σχολική ηλικία συχνά είναι και τα ψέματα, οι κλοπές και οι καταστροφές οπότε μπορούν να πληρούνται τα κριτήρια της δ διαγωγής.
Ο 2ος τύπος μοιάζει περισσότερο με την κατάθλιψη των ενηλίκων: πρόκειται για παιδιά με ιστορικό αγχώδους διαταραχής που αναπτύσσουν μάλλον οξέως καταθλιπτική εικόνα με κλάματα, ανησυχία, ανορεξία, διαταραχή ύπνου κυρίως του τύπου της αϋπνίας, και απειλές αυτοκτονίας. Η άρνηση να πάει στο σχολείο, οι εκρήξεις και η αυτοκτονική συμπεριφορά θα το φέρουν στον κλινικό. Άλλοτε όμως παραπέμπονται από τον παιδίατρο στον οποίο καταφεύγουν με σωματικές αιτιάσεις χωρίς να είναι δυνατό να εντοπιστεί μια αιτία.
Ο πιο σπάνιος τύπος είναι η εμφάνιση οξέως καταθλιπτικού επεισοδίου χωρίς προηγούμενο ιστορικό ψ προβλημάτων. Είναι συνήθως παιδιά που πλησιάζουν στην εφηβεία και συχνά το επεισόδιο δεν αναφέρεται παρά μόνο στη λήψη του ιστορικού επομένων καταθλιπτικών ή μανιακών επεισοδίων.
Εφηβεία η κλινική εικόνα μοιάζει στα πρώτα στάδια της εφηβείας με αυτή της όψιμης σχολικής ηλικίας, ενώ αργότερα με αυτή των ενηλίκων. Τα καταθλιπτικά επεισόδια μπορεί να επικαθίσουν σε φυσιολογική συμπεριφορά ή σε αγχώδεις δ των οποίων τα συμπτώματα επιτείνει. Η συχνότητα της διπολικής δ αυξάνει μετά την ήβη. Οι έφηβοι με κατάθλιψη της διπολικής δ είναι δυσφορικοί, απαθείς και τελείως ανηδονικοί παρά θλιμμένοι ή ευερέθιστοι, ενώ και η ψυχοκινητική επιβράδυνση είναι πιο εκσεσημασμένη. Η μειωμένη ικανότητα προσοχής ευθύνεται για την σημαντική πτώση στη σχολική επίδοση καλών μαθητών μια και είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν και να εκτελέσουν εργασίες. Η υπερυπνία είναι ο κανόνας στην εφηβεία. Ψυχωσικά συμπτώματα, σύντονα με τη διάθεση συνήθως, δεν είναι σπάνια σε διπολικούς εφήβους σε κατάθλιψη. Η εικόνα της απόσυρσης, της απάθειας και των ψυχωσικών συμπτωμάτων, σε συνδυασμό με την αδυναμία σαφής έκφρασης της καταθλιπτικής διάθεσης οδηγεί συχνά στη διάγνωση της σχιζοφρένειας.
Ψυχοδυναμική της κατάθλιψης στα παιδιά
Το παιδί έρχεται στον κόσμο με την ικανότητα να εκφράζει βασικές συναισθηματικές καταστάσεις και να επικοινωνεί με τη μητέρα του για τις ανάγκες του. Η όποια ανταπόκριση της μητέρας έχει σαν αποτέλεσμα εμπειρίες, είτε ευχάριστες κι επιβραβευτικές είτε δυσάρεστες και στερητικές, που αποτελούν την συναισθηματική μνήμη του παιδιού και σχηματίζουν τον πρώτο πυρήνα της απεικόνισης του εαυτού και του αντικειμένου. Όταν υπερισχύουν οι δυσάρεστες εμπειρίες η αίσθηση του εαυτού που αναπτύσσεται περιλαμβάνει στοιχεία κακίας και αναξιότητας, ενώ παράλληλα αρχίζουν να κυριαρχούν αισθήματα θλίψης και ανησυχίας με τη χαρά, το ενδιαφέρον και την περιέργεια να βιώνονται όλο και λιγότερο.
Οι πρώτες αυτές αρνητικές εμπειρίες μπορούν να επανορθωθούν σε κατοπινά στάδια. Αν όμως η οικογένεια και ο περίγυρος δεν προσφέρουν στο παιδί ευκαιρίες για ευχαρίστηση και ικανοποίηση ή έστω την ευκαιρία να αναπτύξει αυτοπεποίθηση και να ικανοποιηθεί μέσα από δικές του πρωτοβουλίες, το παιδί μαθαίνει να εσωτερικεύει την ανικανότητα και την απελπισία. Επαναλαμβανόμενες εμπειρίες ανικανότητας, σωματικής, γνωστικής και ψυχικής στέρησης, καθώς και η έλλειψη ευκαιριών που θα επέτρεπαν να κατακτήσει το παιδί την επιτυχία και την περηφάνια, γίνονται ο καταθλιπτικός πυρήνας της προσωπικότητας.
Σημαντικό ρόλο παίζει και η απώλεια του αντικειμένου που δεν ακολουθείται από σωστή αντικατάσταση και μια επανορθωτική διαδικασία. Οι χωρισμοί και οι επαναλαμβανόμενες απειλές για την απώλεια του αντικειμένου είναι το ίδιο παθογενείς, όσο και η απώλεια αυτή καθεαυτή.
Ψυχοδυναμική της κατάθλιψης στους εφήβους
Η κυριότερη πηγή της φυσιολογικής κατάθλιψης στον έφηβο είναι η αντίληψη των σωματικών και ψυχολογικών αλλαγών που του συμβαίνουν με τον συνεπακόλουθο θρήνο για τις χαμένες παλαιότερες σχέσεις του και εμπειρίες μαζί με τις χαρές της παιδικής του ηλικίας. Παράλληλα η χαλάρωση των δεσμών και η αποδέσμευση του από τις γονεϊκές μορφές, και μάλιστα τις εξιδανικευμένες, δημιουργούν στον έφηβο επώδυνες συγκρούσεις και απογοήτευση, η οποία συχνά τον οδηγεί σε μια καταθλιπτική αντίδραση.
Ο βαθμός της απογοήτευσης και μέχρι ενός σημείου της καταθλιπτικής αντίδρασης εξαρτάται από τις προηγούμενες εμπειρίες. Ψηλότερος βαθμός εξιδανίκευσης και μάλιστα με την ενθάρρυνση των γονιών έχει σαν αποτέλεσμα την μεγαλύτερη και πιο επώδυνη απογοήτευση, που οδηγεί σε κατάθλιψη. Για να αποφύγει αυτήν τη σύγκρουση καταφεύγει ενίοτε είτε στην πλήρη ταύτιση με τους γονείς (έφηβος παθολογικά κομφορμιστής) είτε στην πλήρη απόρριψη της εξιδανίκευσης με τελείως αντικομφορμιστική συμπεριφορά.
Στην εφηβεία συμβαίνουν πολλές και ταυτόχρονες απώλειες :απώλεια του οιδιποδειακού αντικειμένου, απώλεια των γονεϊκών εικόνων με όλη την ασφάλεια και προστασία που προσφέρουν, απώλεια εικόνων μιας γνωστής μέχρι τώρα πραγματικότητας. Η αποδέσμευση του εφήβου δεν βιώνεται σαν απελευθέρωση αλλά σαν εγκατάλειψη Þ απροθυμία αποδέσμευσης, αισθήματα μοναξιάς, αδυναμίας και κενού. Βιώνει δηλ καταστάσεις που στον ενήλικα μπορούν να προκαλέσουν αντιδραστική κατάθλιψη.
Τα δυναμικά στη φυσιολογική κατάθλιψη της εφηβείας είναι όμοια με αυτά του θρήνου. Ο έφηβος δηλ χαλαρώνει τα δεσμά με τους γονείς και τις εικόνες τους, ώστε να δημιουργήσει νέες σχέσεις με νέα αντικείμενα και με νέες πηγές για συναισθηματική παροχή. Η διαφορά της κατάθλιψης από την εφηβεία είναι δυναμική : ο έφηβος, όπως και αυτός που έχασε κάποιον, διδάσκεται από την πραγματικότητα ότι το αντικείμενο δεν υπάρχει πια και το εγώ του πείθεται από τις ναρκισσιστικές ικανοποιήσεις που παίρνει να κόψει τους δεσμούς του με αυτό το αντικείμενο και να αναζητήσει νέα αντικείμενα, εμπειρίες και ικανοποιήσεις.
Η πραγματοποίηση αυτών των διαδικασιών προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ικανοποιητικά αναπτυγμένου Εγώ (μέσω της καλής πρωταρχικής γονεϊκής φροντίδας) που θα αντεπεξέλθει στις εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις. Οι έφηβοι που βίωσαν απώλεια ενός γονέα ή εμπειρίες διάλυσης της οικογένειας τους ή άλλες εμπειρίες στέρησης μπορεί να μην είναι δυνατό να αφομοιώσουν αυτό το αίσθημα της κατάθλιψης και να περάσουν μέσα σε μια καταθλιπτική φάση με επιθυμίες θανάτου. Οι συναισθηματικά αποστερημένοι έφηβοι θα έχουν μεγάλη δυσκολία να κάνουν επαφή, οι σχέσεις τους θα είναι επιφανειακές και μπορεί να καταλήξουν στο να καταπολεμήσουν αυτό το συναίσθημα αναζητώντας μια προσωρινή διέγερση ή ανακούφιση με σκοπό να τους ελαφρύνει από τα έντονα αισθήματα άγχους, πανικού και λύσσας που τους κατακλύζουν. Μη μπορώντας να δημιουργήσουν καλά εσωτερικά αντικείμενα η λήψη ναρκωτικών, η αχαλίνωτη σεξουαλική εκδραμάτιση ή ακόμα και οι αυτοτραυματισμοί και οι απόπειρες μπορεί να είναι η κατάληξη.
Απόπειρες αυτοκτονίας
Η θεαματική αύξηση των αυτοκτονιών στις ηλικίες 14-18 την κατέστησαν τη 2η ή την 3η αιτία θανάτου σ’ αυτό το ηλικιακό φάσμα, ενώ δημιούργησε μια δεύτερη κορυφή στην αντίστοιχη στατιστική καμπύλη, εκτός αυτής των 60 ετών. Έχει υπολογιστεί ότι σε κάθε αυτοκτονία αντιστοιχούν 3 έως 10 απόπειρες.
Από ψυχοδυναμικής σκοπιάς θεωρείται ότι η επιθετικότητα που δεν μπορεί να εκφραστεί στην εξωτερική πραγματικότητα στρέφεται εναντίον του εαυτού και των ενδοβλημένων αντικειμένων. Αυτή η πράξη είναι ένας ειδικός τρόπος με τον οποίο ο έφηβος διαπραγματεύεται την επιθετικότητα του ή το φόβο του γι’ αυτή.
Αυτή η πράξη βίας που στρέφεται εναντίον του εαυτού εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στην εφηβεία σε σχέση με την παιδική ηλικία. Τα παιδιά σπάνια πραγματοποιούν μια φαντασίωση ή απειλή αυτοκτονίας γιατί είναι πολύ επώδυνο και προκαλεί φόβο το να στρέψει την επιθετικότητα εναντίον του εαυτού του και των ενδοβλημένων αντικειμένων αγάπης, από τα οποία τόσο εξαρτάται για ικανοποιήσεις και ευχαριστήσεις. Ένας άλλος λόγος είναι η σχετική ανωριμότητα του εγώ του παιδιού που δεν διευκολύνει στη χρήση ειδικών τρόπων και μεθόδων για αυτοκαταστροφή.
Επιπλέον η έννοια του θανάτου βιώνεται σαν πρόσκαιρη απουσία μέχρι τα 5-6 χρόνια, ενώ και αργότερα μέχρι τα 10-11,παρά την νοητική ωρίμανση ενδόμυχα πιστεύει ότι ο θάνατος δεν είναι παντοτινός. Έτσι στην παιδική ηλικία η αυτοκτονία είναι μια πράξη παρορμητική για να κρυφτεί ή να απομακρυνθεί από μια κατάσταση που του προκαλεί πόνο ή δυσφορία. Κάποια προμελέτη μπορεί να υπάρξει στην όψιμη σχολική ηλικία.
Τα παιδιά λοιπόν σπάνια κάνουν απόπειρες και εκφράζουν τα αυτοκαταστροφικά τους αισθήματα και την επιθετικότητα τους στο ενδοβλημένο αντικείμενο με λιγότερο έντονο τρόπο. «Τυχαία ατυχήματα» ή αντικοινωνικές πράξεις είναι συχνά τα ισοδύναμα της απόπειρας. Βέβαια και αυτά πρέπει να θεωρούνται το ίδιο σοβαρά γιατί μπορεί να έχουν την ίδια κατάληξη.
Στους εφήβους αυτές οι εκδηλώσεις μπορεί να πάρουν το χαρακτήρα απόπειρας για 2 λόγους α) οι δεσμοί με το αντικείμενο αγάπης είναι πιο χαλαροί και συνοδεύονται από έντονη συναισθηματική φόρτιση (αναβίωση οιδιποδειακών και άλλων συγκρούσεων) και β) λόγω της σωματικής του ανάπτυξης είναι πιο ικανός να επιτεθεί στο σώμα του.
Η απόπειρα ή αυτοκτονία δεν εμπεριέχει μόνο τη στροφή της επιθετικότητας στο ενδοβλημένο αντικείμενο αλλά αποτελεί ενίοτε και μια επανορθωτική προσπάθεια για να γίνει επαφή με το αντικείμενο. Είναι δηλ μια απελπισμένη προσπάθεια να επικοινωνήσουν και να «ταρακουνήσουν» τους γονείς και τον περίγυρο τους, που μέχρι τότε δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να απαντήσουν.
Τα βαθύτερα δυναμικά μπορεί να είναι πιο περίπλοκα. Αλλόκοτες μορφές αυτοκτονίας είναι ενδεικτικές μιας σχιζοφρενικής κατάστασης και όχι κατάθλιψης και συνδέονται με σοβαρές δ στη ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη ή με σαδομαζοχιστικές εκδηλώσεις. Συχνά η αυτοκτονία είναι αποτέλεσμα υπερβολικής ενοχής, την οποία δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει ο έφηβος. Θεωρεί το σώμα υπεύθυνο για τις βασανιστικές σκέψεις ή την ενοχή ή ακόμα τις ερωτικές επιθυμίες που αισθάνεται το κορμί και του επιτίθεται για να το τιμωρήσει. Οι αυξημένες απαιτήσεις από το αυξανόμενο σώμα του, μαζί με τις πολλαπλές και πιεστικές απαιτήσεις από τους γονείς και τον εξωτερικό κόσμο για ανταγωνισμό και ακαδημαϊκή επιτυχία, μπορεί να συμβάλουν στα αισθήματα αναξιότητας και αδυναμίας με αποτέλεσμα να αισθάνεται ότι η αυτοτιμωρία και η αυτοκαταστροφή είναι η μόνη διέξοδος. Είναι πάντα πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς την έκταση της ενοχής ενός ατόμου, αλλά ο έφηβος είναι πάντα πιο ευάλωτος, ακόμα κι αν παρουσιάζεται συγκροτημένος και αδιάφορος.
Ο Jacobs πιστεύει ότι οι απόπειρες είναι το αποτέλεσμα μιας βαθιάς απομόνωσης του εφήβου από ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις. Οι διεργασίες μέσα από τις οποίες περνάει είναι : 1ο) Ένα προηγούμενο μακρύ ιστορικό παλαιών προβλημάτων από την πρώτη παιδική ηλικία μέχρι την έναρξη της εφηβείας
2ο) Κλιμάκωση των προβλημάτων σε σημείο που να είναι πιο έντονα και πιο μεγάλα απ’ ότι φυσιολογικά είναι στην εφηβεία
3ο) Προοδευτική αποτυχία προσιτών προσαρμοστικών μηχανισμών για να αντιμετωπιστούν τα παλιά και τα νέα προβλήματα με αποτέλεσμα την προοδευτική απομόνωση και την αδυναμία να έχει ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις
4ο) Μια αλυσιδωτή αντίδραση που οδηγεί σε μια πλήρη διάσπαση ή διάλυση των ουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων του εφήβου, τις βδομάδες και μέρες που προηγούνται της απόπειρας, και που τελικά τον κάνουν να σκεφθεί πως δεν υπάρχει πλέον ελπίδα και
5ο) Οι εσωτερικές διαδικασίες με τις οποίες δικαιολογεί την αυτοκτονία για τον εαυτό του γεφυρώνοντας έτσι το χάσμα μεταξύ σκέψης και πράξης.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
- Μεγάλη ανάγκη να επικοινωνήσει με κάποιον, με τρόπο ουσιαστικό γι’ αυτόν, και να εξαρτηθεί από εκείνον, απολαμβάνοντας αυτή την συναισθηματική παροχή και υποστήριξη του εγώ του για όσο το έχει ανάγκη.
- Ο θεραπευτής πρέπει να είναι εύκαμπτος, να του παρέχει αρχικά άμεση υποστήριξη στις καθημερινές του δυσκολίες και να έχει μεγάλη ικανότητα στην συναισθηματική προβλητική ταυτοποίηση με τον έφηβο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η θεραπευτική ομάδα να ταυτιστεί με το παιδί (απέναντι στον κακό γονέα) ή τους γονείς (απέναντι στο αχάριστο παιδί) και να γίνει επιθετική προς τους γονείς και υπερπροστατευτική προς το παιδί ή το αντίθετο. Επίσης λάθος της ομάδας είναι το να εκδηλώνει μια τάση συγκάλυψης της κρίσης, τάση να σκεπαστούν και να ξεχαστούν όλα ως ένα λάθος της στιγμής. Αυτό ίσως να οφείλεται στον ίδιο λόγο που οδηγεί και τους γονείς να πάρουν το παιδί τους γρήγορα από το νοσοκομείο δηλ στην καίρια προσβολή του θεσμού της οικογένειας και της εξιδανικευμένης σχέσης γονέα παιδιού που όλοι μας έχουμε ως πρότυπο. Προσβολή που γίνεται από την επιθυμία του παιδιού να σκοτώσει τον εαυτό του αλλά και συμβολικά τον ενδοβλημένο γονέα του.
- Η εισαγωγή σε κάποια δομή ενδείκνυται μόνο σε απόπειρες με σοβαρή κατάθλιψη , αν η οικογένεια δεν μπορεί να αντέξει το άγχος. Η μονάδα αυτή πρέπει να έχει μεγάλο αριθμό εξειδικευμένου προσωπικού και να δημιουργεί μια ψυχοθεραπευτική ατμόσφαιρα που θα αντέξει και θα αντιμετωπίσει τις εκδηλώσεις εκδραμάτισης του αποστερημένου εφήβου. Πρέπει επίσης να υπάρχουν δυνατότητες για εκπαιδευτικές εμπειρίες και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις για όποτε θέλει και μπορεί.
- Η χορήγηση φαρμάκων δεν είναι επιθυμητή γιατί θα σκοπεύσει κυρίως στη γρήγορη συμπτωματική θεραπεία χωρίς να αγγίξει το προσωπικό πρόβλημα του εφήβου. Εξάλλου οι έφηβοι και τα παιδιά αντιδρούν με τα φάρμακα μερικές φορές, τελείως αντίθετα από το αναμενόμενο, ενώ συχνά αρνούνται με εμφατικό τρόπο να τα πάρουν.
- Οι έφηβοι που εισάγονται σε γενικά νοσοκομεία μετά από απόπειρα δεν πρέπει να βγαίνουν πριν εκτιμηθούν οι ίδιοι αλλά και οι οικογένειες τους από ψυχιατρική ομάδα.
- Επιπλέον απαιτείται μια εκπαιδευτική προσπάθεια προς τους γιατρούς, δασκάλους και νοσοκόμους και η γενική ευαισθητοποίηση σε θέματα ψυχοκοινωνικής υγείας, γιατί η ευαλωτότητα των εφήβων σε κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις δεν επιτρέπει την τεχνητή απομόνωση από το ευρύτερο πλαίσιο που αυτές οι δυνάμεις επενεργούν. Έτσι οι προσδοκίες του θεραπευτή και της κοινωνίας για προσαρμογή στις υπάρχουσες νόρμες μπορεί να περνάνε με έντονο τρόπο προς τον έφηβο, και ο θεραπευτής να επιβάλει τις δικές του απόψεις και προσδοκίες.