Το Σύνδρομο χαλαρής ίριδας (IFIS) εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην διεθνή βιβλιογραφία το 2005 ως μία διεγχειρητική επιπλοκή κατά την επέμβαση του καταρράκτη. Από τότε η εμφάνισή του συνδέθηκε στενά με την διαδεδομένη χρήση ενός φαρμάκου (Flomax) το οποίο συνταγογραφείται για την αντιμετώπιση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη (ΚΥΠ).
Καταρράκτης ονομάζεται η θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού. Ο κρυσταλλοειδής φακός βρίσκεται πίσω από την ίριδα και την κόρη του ματιού και αποτελείται κυρίως από νερό και πρωτεΐνες . Οι αλυσίδες των πρωτεϊνών είναι διατεταγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρούν το φακό διαυγή και να επιτρέπουν στο φώς να περνά και να εστιάζεται στον αμφιβληστροειδή χιτώνα.
Από τη στιγμή όμως της γέννησής μας και της έκθεσής μας στο ηλιακό φως ο φακός αρχίζει να χάνει αργά αλλά σταθερά τη διαύγειά του. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης του καταρράκτη λόγω ηλικίας, η διοπτρική ισχύς του κρυσταλλοειδούς φακού μπορεί να αυξηθεί, προκαλώντας μυωπία, ενώ το σταδιακό κιτρίνισμα και η θαμπάδα του μειώνουν σταδιακά την ποιότητα της όρασης. Επομένως ο καταρράκτης δεν είναι παρά μία φυσιολογική διαδικασία γήρανσης του φακού αλλά μπορεί να προκληθεί και από παθολογικά αίτια όπως τραύμα, οφθαλμικές παθήσεις, σακχαρώδη διαβήτη κ.α.
Ο καταρράκτης εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 60 ετών και τα συνήθη συμπτώματα που προκαλεί είναι θολή όραση, αλλαγές στον τρόπο που βλέπουμε τα χρώματα, προβλήματα στη νυχτερινή όραση και προσωρινή βελτίωση της κοντινής όρασης.
Ο καταρράκτης θεραπεύεται μόνο χειρουργικά. Η μέθοδος που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια λέγεται φακοθρυψία και γίνεται με υπερήχους. Είναι η πιο συχνή και επιτυχημένη επέμβαση στον τομέα της χειρουργικής. Με τη μέθοδο αυτή και αφού γίνει πλήρης διαστολή της κόρης με σταγόνες, ο καταρρακτικός φακός ρευστοποιείται και αναρροφάται. Κατόπιν τοποθετείται στη θέση του ένας μικρός τεχνητός φακός, ο ενδοφακός, ο οποίος εξασφαλίζει όραση παρόμοια με αυτή που υπήρχε πριν τον καταρράκτη.
Σε αντίθεση με το παρελθόν η επέμβαση του καταρράκτη πρέπει να γίνεται νωρίτερα, πριν την «ωρίμανσή» του, ώστε να αποφεύγονται πιθανές επιπλοκές.
Ο ηλικιακός καταρράκτης με βάση τις στατιστικές φαίνεται να εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες στους οποίους όμως η εμφάνισή του συμπίπτει ηλικιακά με την εμφάνιση της καλοήθους υπερτροφίας του προστάτη.
Ο προστάτης αδένας είναι ένα όργανο του άνδρα που βρίσκεται στη βάση της ουροδόχου κύστεως και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Αν και ο ρόλος του δεν έχει καθορισθεί επακριβώς, φαίνεται πως συμμετέχει στην παραγωγή σπέρματος. Σταδιακά με την ηλικία αυξάνει το μέγεθός του και μπορεί να εμποδίσει την ομαλή έξοδο των ούρων από την κύστη. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται καλοήθης υπερτροφία και αποτελεί μία από τις πιο συχνές παθήσεις του άνδρα κατά την 5η και 6η δεκαετία της ζωής του. Σχεδόν ο μισός ανδρικός πληθυσμός άνω των 65 ετών υποφέρει από τα προβλήματα που προκαλεί η αύξηση του μεγέθους του προστάτη αδένα.
Η αιτιολογία της υπερτροφίας του προστάτη δεν είναι πλήρως διευκρινισμένη. Οι παράγοντες που διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο είναι η ηλικία και η παρουσία ανδρογόνων από καλώς λειτουργούντες όρχεις.
Τα συμπτώματα της καλοήθους υπερτροφίας του προστάτη οφείλονται στην μερική απόφραξη της ουρήθρας και στην σταδιακή απώλεια της ορθής λειτουργικότητας της ουροδόχου κύστης. Τα πιο συνήθη περιλαμβάνουν διαταραχές της ούρησης (συχνουρία, διακεκομμένη ροή των ούρων, νυκτουρία).
Οι άνδρες με συμπτωματική καλοήθη υπερτροφία του προστάτη έχουν συνήθως ανάγκη θεραπείας. Αυτή μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική.
Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει την χρήση δύο κατηγοριών φαρμάκων. Η πρώτη σκοπό έχει να μειώσει ή τουλάχιστον να αναστείλει την αύξηση του μεγέθους του προστάτη αδένα, ανακουφίζοντας τον ασθενή από την συμπτωματολογία.
Σε αυτή την κατηγορία υπάγονται δύο ομάδες φαρμάκων. Αυτές είναι η φιναστερίδη και οι αναστολείς των α-αδρενεργικών υποδοχέων. Η πρώτη εμποδίζει την μετατροπή της τεστοστερόνης σε διϋδροτεστοστερόνη στο επίπεδο του προστάτη, μιας ορμόνης που εμπλέκεται στην αύξηση του μεγέθους του.
Η δεύτερη περιλαμβάνει φάρμακα όπως η τεραζοσίνη, η δοξαζοσίνη και η ταμσουλοσίνη (Flomax), που μειώνουν την αντίσταση εξόδου των ούρων δρώντας στους α1 αδρενεργικούς υποδοχείς που υπάρχουν στον αυχένα της κύστης, την προστατική ουρήθρα και την προστατική κάψα.
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, οι μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες που χρησιμοποιούν το Flomax για την αντιμετώπιση προβλημάτων του ουροποιητικού, διατρέχουν πάνω από διπλάσιες πιθανότητες από εκείνους που δεν λαμβάνουν το φάρμακο αυτό, να παρουσιάσουν σοβαρές επιπλοκές κατά την επέμβαση του καταρράκτη.
Η υδροχλωρική ταμσουλοσίνη δρα χαλαρώνοντας το λείο μυ στον προστάτη και την ουροδόχο κύστη. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, το φάρμακο φαίνεται ότι έχει παρόμοια επίδραση στο λείο μυ της ίριδας του οφθαλμού. Τα συμπτώματα του συνδρόμου, λόγω αυτής της επίδρασης, είναι η χαλάρωση της ίριδας, ο κυματισμός της υπό την επίδραση των ενδοφθάλμιων υγρών και η τάση της να υποχωρεί προς το σημείο αναρρόφησης του φακού. Επίσης συστέλλεται σταδιακά η κόρη του ματιού (λόγω της χαλάρωσης που προκαλεί η ταμσουλοσίνη στον διαστολέα της ίριδας), παρά τις μυδριατικές μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την επέμβαση.
Για μία ασφαλή και επιτυχημένη επέμβαση καταρράκτη απαιτείται μία καλά διευρυμένη(διεσταλμένη) κόρη του ματιού και μία ίριδα χωρίς κυματισμό. Στους ασθενείς που παίρνουν ή έχουν πάρει Flomax, όχι μόνο υπάρχει κυματισμός της ίριδας αλλά η ίριδα αρχίζει να προβάλλει από την τομή του καταρράκτη με αποτέλεσμα να μην μπορούν να γίνουν οι κατάλληλοι χειρουργικοί χειρισμοί. Τέλος επέρχεται συστολή της κόρης και οι μικροχειρισμοί γίνονται αδύνατοι.
Η πιο πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύεται στο The Journal of the American Medical Association, είναι η πρώτη μεγάλη ανάλυση των σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών μετά την επέμβαση καταρράκτη σε ασθενείς που λαμβάνουν το εν λόγω φάρμακο.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τις επιπλοκές που παρουσιάσθηκαν σε 96.128 άνδρες ηλικίας άνω των 66 ετών οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση καταρράκτη στο Οντάριο του Καναδά από το 2002 έως το 2007. Η ανάλυση έδειξε ότι περίπου 7,5% των ασθενών που λάμβαναν υδροχλωρική ταμσουλοσίνη τις δύο προηγούμενες από την επέμβαση εβδομάδες παρουσίασαν σοβαρές επιπλοκές κατά την διάρκεια της επέμβασης, σε σύγκριση με το 2,7% των ασθενών που δεν είχαν λάβει το φάρμακο πριν από την επέμβαση.
Οι επιπλοκές είναι:
• Μόνιμη παραμόρφωση της ίριδας
• Οίδημα της ωχράς
• Απώλεια υαλώδους
• Θάμβος και φωτοφοβία
και μπορεί να είναι ακόμη πιο σοβαρές εάν το σύνδρομο δεν γίνει αντιληπτό, κατανοητό ή δεν έχει προβλεφθεί. Όλες αυτές οι επιπλοκές είναι επικίνδυνες για την όραση.
Μετεγχειρητικά οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν περισσότερο πόνο, μεγαλύτερη περίοδο ανάρρωσης και μικρότερη βελτίωση της όρασης τους συγκριτικά με ασθενείς οι οποίοι υπεβλήθησαν σε επέμβαση καταρράκτη χωρίς επιπλοκές.
Αυτό που θα πρέπει να τονισθεί ιδιαιτέρως είναι ότι η σοβαρότητα των επιπλοκών δεν εξαρτάται από το χρόνο χρήσης του φαρμάκου, ούτε και από τις δόσεις που έχουν χορηγηθεί. Αντιθέτως το σύνδρομο μπορεί να εμφανισθεί ακόμα και μετά από μία δόση ή και χρόνια μετά τη διακοπή της θεραπευτικής αγωγής .
Πρόληψη
Προς αποφυγή επιπλοκών μεγάλη σημασία έχει η ενημέρωση των ιατρών, παθολόγων και ουρολόγων οι οποίοι συνταγογραφούν φάρμακα για τον προστάτη. Ασθενείς οι οποίοι ξεκινούν φαρμακευτική αγωγή θα έπρεπε να παραπεμφθούν για μία οφθαλμολογική εξέταση ώστε εάν υπάρχει αρχή καταρράκτη να προχωρήσουν πρώτα σε αυτή την επέμβαση.
Επίσης οι άνδρες άνω των 50 ετών που σκέπτονται να υποβληθούν σε επέμβαση καταρράκτη θα πρέπει να ενημερώσουν το χειρουργό οφθαλμίατρό τους εάν λαμβάνουν ή λάμβαναν στο παρελθόν το φάρμακο και να προσκομίζουν λίστα των φαρμάκων που παίρνουν. Λόγω του ότι η δράση των αλφα-1 αναστολέων παραμένει και μετά τη διακοπή της αγωγής είναι καλό να ερωτούνται οι ασθενείς εάν έχουν ποτέ χρησιμοποιήσει κάποιο από αυτά τα σκευάσματα. Ακόμη οι χειρουργοί «θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για πιθανές τροποποιήσεις στη χειρουργική τεχνική».
Σε κάθε περίπτωση η επέμβαση του καταρράκτη σε άτομα με το σύνδρομο IFIS, παραμένει μία άκρως ασφαλής και επιτυχημένη επέμβαση εάν εκτελείται από πεπειραμένους χειρουργούς οι οποίοι έχουν λάβει όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις.
* Γράφει ο Ασλανίδης Ιωάννης, MD, PhD, FRCOphth, MBA
Χειρουργός Οφθαλμίατρος
Ο Δρ. Ιωάννης Μ. Ασλανίδης είναι επίκουρος καθηγητής του Παν/μιου Cornell της Νέας Υόρκης και επιστημονικός διευθυντής του Οφθαλμολογικού και Διαθλαστικού Κέντρου “Εμμετρωπία”.
www.emmetropia.gr