Κανένας γονιός, τη μέρα που γεννιέται το παιδί του, δεν ονειρεύεται για το μέλλον να το δει μπλεγμένο με τα ναρκωτικά. Και κανένα παιδάκι όταν το ρωτούν «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;», δεν έχει σαν πρώτη απάντηση, «ναρκομανής». Κι όμως, τα ναρκωτικά μπαίνουν κάποια στιγμή στο σπίτι, μπρος αυτά και πίσω τους πρώτα οι ενοχές κι ύστερα ο θυμός.
Οι γονείς μπαίνουν στο φαύλο κύκλο των ερωτήσεων «τι κάναμε;», «γιατί σ’ εμάς;», «ποιος ή τι φταίει;». Τα βλέμματα χαμηλώνουν από ντροπή, η σιωπή πέφτει βαριά έξω από το σπίτι, τα πατζούρια κλείνουν. Οι γονείς συμβουλεύουν, προσπαθούν να τον φέρουν στο φιλότιμο, κατηγορούν, απειλούν, νουθετούν, μαλώνουν, ουρλιάζουν, χρησιμοποιούν ακόμη και βία, εξαγοράζουν, διώχνουν από το σπίτι για να τον ξαναδεχτούν αμέσως μετά, καλύπτουν χρέη, λένε ψέματα στη δουλειά ή στο σχολείο, δικαιολογούν συμπεριφορές στους άλλους συγγενείς και στους φίλους. Ξεροσταλιάζουν σε δικηγορικά γραφεία, δικαστήρια, πληρώνουν ποινές και εκλιπαρούν για αθωώσεις. Σε ακραίες περιπτώσεις αγοράζουν οι ίδιοι ναρκωτικά ή υποκατάστατα, για να μη κινδυνέψει ο χρήστης «αυτή τη τελευταία φορά», που ποτέ δεν είναι τελευταία. Φοβούνται για τη ζωή του, για τη φήμη του παιδιού και για το όνομά τους.
Από τη μια, συμπεριφέρονται έτσι για τις δικές τους ενοχές που αφορούν στην ανατροφή του κι από την άλλη, φορτώνονται καινούριες ενοχές, όταν βλέπουν το παιδί τους να υποφέρει λόγω της χρήσης και των συνεπειών της.
Και ταυτόχρονα θυμώνουν! Θυμώνουν με το χρήστη που δε δικαίωσε τις προσδοκίες τους γι’ αυτόν, που τους εξευτελίζει με τη χρήση, που τους κακοποιεί εξαιτίας της χρήσης. Θυμώνουν με τη κοινωνία, με την τηλεόραση, θυμώνουν με τον εαυτό τους που αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να τον/την ελέγξουν- προστατέψουν, που δεν το κατάλαβαν νωρίτερα, που δεν το πρόλαβαν.
Όλες αυτές οι προσπάθειες αφορούν στην προστασία του χρήστη από τις συνέπειες της χρήσης του και καταλήγουν πάντα στη προστασία της ίδιας της χρήσης και στη διαιώνισή της.
Όταν ρωτάμε τους γονείς «Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;», η μόνιμη απάντηση είναι «Για να αποφύγουμε τα χειρότερα… Για να μη γίνει κλέφτης. Για να μη γίνει πόρνη. Για να μη μπει φυλακή.» Με αυτό το σκεπτικό, ο φόβος, η αγωνία για το αύριο και ο πανικός γίνονται οι οδηγοί της ζωής.
Όσο οι γονείς κρατούν το χρήστη στο σπίτι, τον χαρτζιλικώνουν, τον νουθετούν και τον μαλώνουν, κάνουν τα πάντα γι’ αυτόν με την προοπτική να «κόψει», καταλήγουν να αποθαρρύνονται, βουλιάζουν στη μιζέρια. Νιώθουν εξαπατημένοι, προδομένοι και είναι τρομοκρατημένοι.
Ο χρήστης, από την άλλη μεριά, βολεύεται. Σιγά σιγά χάνει την αίσθηση της ικανότητας να επιβιώσει μόνος του, ασυναίσθητα μελαγχολεί, νιώθει ενοχές γι’ αυτά που κάνει στον εαυτό του και στους άλλους, για να τα ισοσταθμίσει αντιδράει με θυμό, μετατρέπεται σε μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί κάθε φορά που οι άλλοι δεν συναινούν στη χρηματοδότηση της χρήσης του. Οποιοσδήποτε (φίλος, συγγενής) και οτιδήποτε (νόμος, θεσμός, επαγγελματικές ή σπουδαστικές υποχρεώσεις), εμποδίζει τη χρήση του, είναι εξ ορισμού «εχθρός».
Καθώς οι άλλοι κάνουν τα πάντα γι’ αυτόν (γονείς, σύζυγος, σύντροφος), ο εξαρτημένος καλλιεργεί ακόμη περισσότερο την ανάγκη του για εξάρτηση, όχι μόνο από την ουσία, αλλά και από τους άλλους. Καθίσταται όλο και περισσότερο ανίκανος να ζήσει, να δουλέψει, να σχετισθεί. Την ώρα που είναι «πιωμένος» αισθάνεται παντοδύναμος, αυτάρκης, για να κατρακυλήσει στην αίσθηση ανικανότητας στα πρώτα στερητικά. Πικραίνεται και πικραίνει, ταλαιπωρείται και ταλαιπωρεί, εκδικείται τους άλλους και τον εαυτό του για την κατάντια του και για την ανάγκη που τους έχει. Η κατάστασή του ολοένα κι επιδεινώνεται, οι προτεραιότητες γίνονται άνω- κάτω, η λογική χάνει την έννοια και τη σημασία της.
Μέσα από την εξαθλίωση και το φόβο που η χρήση εγκαθιδρύει μέσα στην οικογένεια, μετατρέπεται σ’ ένα μικρό θεό που κατέχει μια νευρωτική παντοδυναμία κι επιβάλλεται με δύο όπλα: το θυμό των άλλων που ο ίδιος προκαλεί και τον βολεύει απεριόριστα σαν μια καλή δικαιολογία για να συνεχίσει τη χρήση του και την ανησυχία των άλλων, που επίσης προκαλεί, και τον βολεύει για να κάνει τη χρήση του όσο το δυνατόν πιο ανενόχλητα.
Η οικογένεια νομίζει ότι ελέγχει ή ότι θα ελέγξει τον χρήστη, ο χρήστης νομίζει ότι ελέγχει ή ότι θα ελέγξει τη χρήση. Στην πραγματικότητα η χρήση ελέγχει τον χρήστη και αυτός την οικογένειά του. Κι ο έλεγχος αυτός είναι απόλυτος και κυριαρχικός.
Αυτό το ενδοοικογενειακό σύστημα λειτουργίας, δηλητηριάζει όλα τα μέλη της οικογένειας και αυξάνει την ανευθυνότητα όλων. Κανείς δεν είναι υπεύθυνος για την εξέλιξη και την ευημερία του εαυτού του, κανείς δε συμπεριφέρεται ενήλικα, όλοι ασχολούνται με τον άλλον, όλοι βουλιάζουν στη κινούμενη άμμο της χρήσης. Αρχικά αρνούνται το πρόβλημα, γιατί ο χρήστης δεν πίνει συχνά ή δεν πίνει «σκληρά» ναρκωτικά. Στη συνέχεια θυμώνουν, εκλογικεύουν, συγκαλύπτουν και σιωπούν.
Όταν δε μπορούν πλέον να αρνούνται το πρόβλημα, επειδή η κατάσταση έχει ξεφύγει και τα αδικαιολόγητα δε γίνεται να δικαιολογηθούν άλλο, κατηγορούν την ουσία και τον χρήστη και αναλαμβάνουν να λύσουν οι ίδιοι το πρόβλημα. Κάνουν σπασμωδικές κινήσεις για να βγουν από το πρόβλημα, είτε δε δέχονται βοήθεια είτε αναζητούν μιαν εύκολη λύση, κάτι που να μη πονάει πολύ, ίσως ένα υποκατάστατο, ίσως μιαν αλλαγή αίματος, μια γεωγραφική απόδραση, ένα βολικό ψυχίατρο που γράφει εύκολα συνταγές.
Καμία από αυτές τις προσπάθειες δεν μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική. Είναι μπλεγμένοι σε ένα φαύλο κύκλο, όπου μονότονα και απελπιστικά η χρήση κερδίζει τον πόλεμο.
Για να βγει η οικογένεια και ο χρήστης από αυτή τη δίνη, χρειάζεται κάποιος απ’ όλους να κάνει μιαν αρχή. Να βγει από την άρνηση του προβλήματος, να σταματήσει να διατηρεί την παθητική καταστροφική στάση στο όνομα της «αγάπης», να πάψει να κατηγορεί την ουσία ή την κοινωνία για το δικό του πρόβλημα και να αναζητήσει πραγματική βοήθεια.
Η ερώτηση «ποιος ή τι φταίει;» αντικαθίσταται από την ερώτηση «τι μπορώ να κάνω;». «Άραγε τι έκαναν άλλοι που βίωσαν το πρόβλημα πριν από εμένα και βρήκαν λύση;»
Όταν σταματήσει η ψευδαίσθηση ότι μόνοι θα λύσουν το πρόβλημά τους, τότε τόσο ο χρήστης, όσο και η οικογένειά του είναι έτοιμοι να βοηθηθούν πραγματικά. Η ίδια η χρήση, πολύ δε περισσότερο η όποια ουσία προτιμά ο χρήστης, δεν είναι η αιτία του κακού. Η ρίζα του προβλήματος κατοικεί στην «εθιστική» προσωπικότητα του χρήστη και γι’ αυτό το λόγο υποκατάστατα, μια απλή σωματική αποτοξίνωση ή ακόμα και αποχή από τη χρήση για κάποιο διάστημα, αποδεικνύονται ανεπαρκή μέσα.
Χρειάζεται μια βαθειά τομή στη προσωπικότητα του εθισμένου, μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο και συναίνεση από το χρήστη, να ξεδιπλώσει όλη τη ζωή του, τις συμπεριφορές και τα συναισθήματά του, όλη τη κουλτούρα του και τα πιστεύω του στο θεραπευτικό τραπέζι και , με τη βοήθεια του προγράμματος, των συμβούλων και της ομάδας του, να ανασυνθέσει την κοσμοθεωρία και τον εαυτό του.
Η οικογένεια μπορεί να βοηθήσει στη κινητοποίηση του χρήστη, προκειμένου να συναινέσει να ενταχθεί σε μια θεραπευτική διαδικασία. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πρέπει να αναζητήσει βοήθεια από το ίδιο το πρόγραμμα, προκειμένου να εκπαιδευτεί στο να διατηρηθεί η ψυχραιμία, να μάθει τι σημαίνει η λέξη « όρια» και με ποιο τρόπο σιγά σιγά μπαίνουν, να βγουν οι συγγενείς του χρήστη από την παθητικότητα και την εγωιστική αντίληψη ότι οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι για τη χρήση του άλλου ή για τη διάσωσή του και εν τέλει να αναλάβουν ο καθένας την ευθύνη του εαυτού του, επιτρέποντας στον εαυτό του και στον άλλο να ενηλικιωθεί.
Έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ πιο αποτελεσματικό να στραφεί κανείς στην ενεργοποίηση του χρήστη να αναζητήσει βοήθεια και να ενταχθεί στο θεραπευτικό πρόγραμμα, από το να προσπαθήσει να τον κρατήσει μακριά από τα ναρκωτικά. Κι ο μόνος τρόπος είναι να αναζητήσουν τα μέλη της οικογένειας βοήθεια προκειμένου να μην υφίστανται οι ίδιοι τις συνέπειες της χρήσης, να μη συγκαλύπτουν, ούτως ώστε να αναζητήσει ο ίδιος ανακούφιση, όχι από τα προβλήματα της ζωής όπως έκανε μέχρι τότε, αλλά από τις συνέπειες της χρήσης.
Σας προτείνουμε να βοηθηθείτε, ώστε να μη λέτε στον άλλον να μην αυτοκαταστρέφεται, αλλά να εκπαιδευτείτε στο πρόγραμμα να σταματήσετε να αυτοκαταστρέφεστε οι ίδιοι.