To μελάνωμα του δέρματος αποτελεί κακοήθη νεοπλασία (τύπο καρκίνου) που προέρχεται από τα μελανινοκύτταρα του δέρματος δηλαδή τα κύτταρα τα οποία είναι υπεύθυνα για το μαύρισμα και το σκούρο χρώμα του δέρματος. Το μελάνωμα είναι ο πιο θανατηφόρος όγκος του δέρματος. Εντούτοις, το μελάνωμα του δέρματος διαθέτει κλινικά χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν ανιχνεύσιμο σε πρώιμο στάδιο οπότε είναι δυνατή η θεραπεία του με επαρκή χειρουργική αφαίρεση. Tο κύριο κλινικό χαρακτηριστικό του μελανώματος είναι η μεταβολή μιας μελαγχρωματικής βλάβης σε περίοδο μηνών έως ετών. Οι μεταβολές στο σχήμα, στο περίγραμμα, στο χρώμα και στο μέγεθος των μελαγχρωματικών βλαβών συνοψίζονται στο μνημονικό κανόνα ABCD (Asymmetry, Border, Color, Diameter) o οποίος επινοήθηκε για να βοηθήσει την πρώιμη διάγνωση του μελανώματος. Ορισμένοι ερευνητές προτείνουν την προσθήκη του Ε στον μνημονικό κανόνα για την μεταβολή (Evolution) της δερματικής βλάβης. Συμπτώματα που σχετίζονται με το μελάνωμα του δέρματος είναι η τοπική αιμορραγία και τοπικός κνησμός ή ευαισθησία. Τα κλινικά χαρακτηριστικά του μελανώματος του δέρματος ποικίλλουν ανάλογα με την ανατομική εντόπιση και τον ιστογενετικό τύπο. Οι τέσσερις κύριοι ιστογενετικοί τύποι του μελανώματος του δέρματος είναι το επιφανειακώς εξαπλούμενο μελάνωμα, το οζώδες μελάνωμα, το μελάνωμα επί κακοήθους φακής και το μελάνωμα των άκρων.
Επιφανειακώς εξαπλούμενο μελάνωμα (superficial spreading melanoma, SSM)
Το επιφανειακώς εξαπλούμενο μελάνωμα είναι ο πιο συχνός τύπος μελανώματος (60-70%). Εμφανίζεται σε άτομα 30-50 ετών με ανοικτό χρώμα δέρματος και αναπτύσσεται με βραδείς ρυθμούς για πολλά χρόνια. Το επιφανειακώς εξαπλούμενο μελάνωμα του δέρματος εμφανίζεται συχνότερα στην άνω ράχη των ανδρών και στην κνήμη των γυναικών. Σύνηθες ιστορικό σε ασθενείς με SSM αποτελεί η μεταβολή προϋπάρχουσας ελιάς. .
Οζώδες μελάνωμα (nodular melanoma, ΝΜ)
Το οζώδες μελάνωμα είναι ο δεύτερος πιο συχνός τύπος μελανώματος του δέρματος (10-20%). Εμφανίζεται συνήθως σε άτομα διάμεσης ηλικίας περίπου 50 ετών με ανοικτό χρώμα δέρματος και συνήθως σε μη ηλιοεκτεθειμένες ανατομικές περιοχές. Το οζώδες μελάνωμα αναπτύσσεται συχνότερα de novo, δηλαδή σε προηγουμένως φυσιολογικό δέρμα. Σε σύγκριση με το επιφανειακώς εξαπλούμενο μελάνωμα, το ΝΜ χαρακτηρίζεται από ταχεία ανάπτυξη σε διάστημα μηνών.
Μελάνωμα επί κακοήθους φακής (lentigo maligna melanoma, LMM)
Το μελάνωμα επί κακοήθους φακής είναι ο τρίτος πιο συχνός τύπος μελανώματος σε (5-10%). Η μέση ηλικία εμφάνισης είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με το επιφανειακώς εξαπλούμενο και το οζώδες μελάνωμα του δέρματος. Εμφανίζεται συχνότερα σε ηλιοεκτεθειμένες περιοχές του σώματος όπως είναι το πρόσωπο, το μέτωπο και η ράχη του χεριού και αναπτύσσεται επί εδάφους κακοήθους φακής με βραδείς ρυθμούς. Η κακοήθης φακή αποτελεί μια ακανόνιστη επίπεδη κηλίδα καφέ έως μαύρου χρώματος που εμφανίζεται σε ηλιοεκτεθειμένες ανατομικές περιοχές και αποτελεί ενδοεπιδερμιδική νεοπλασία (μελάνωμα in situ) και πρόδρομη βλάβη του LMM.
Μελάνωμα των άκρων (φακοειδές μελάνωμα των άκρων, acral lentiginous melanoma, ALM).
To μελάνωμα των άκρων αναπτύσσεται στα πέλματα, τις παλάμες και τις κοίτες των ονύχων. Παρατηρείται συχνότερα σε Ασιάτες, Αφρικανούς κατοίκους περιοχών Νοτιότερων της Σαχάρας και σε Αφροαμερικάνους στους οποίους αποτελεί το 50-70% του συνόλου των μελανωμάτων. Αντιθέτως, σε λευκούς πληθυσμούς το ποσοστό εμφάνισης του ALM είναι μικρότερο του 10%
Επίπτωση (νέες περιπτώσεις μελανώματος κατ’έτος και 100.000 πληθυσμού
Σχεδόν 160.000 νέοι ασθενείς με μελάνωμα διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο και περίπου 41.000 θάνατοι αποδίδονται στο μελάνωμα του δέρματος σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας για την Έρευνα στον Καρκίνο (IARC). Εντούτοις, το μελάνωμα του δέρματος δεν βρίσκεται ανάμεσα στα 10 πιο συχνά κακοήθη νοσήματα παγκοσμίως. To μελάνωμα του δέρματος εμφανίζεται συχνότερα μεταξύ λευκών πληθυσμών που ζουν σε περιοχές με έντονη ηλιοφάνεια. Οι υψηλότεροι δείκτες επίπτωσης του μελανώματος ανευρίσκονται στη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία, στη Νότια Αμερική και στη Βόρεια Ευρώπη. Στην Ευρώπη παρατηρείται κλιμάκωση στην επίπτωση του μελανώματος από το Νότο προς το Βορρά η οποία, προς το παρόν, μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τον σχετικά ανοικτόχρωμο φαινότυπο των βορειοευρωπαϊκών πληθυσμών ο οποίος φαίνεται ότι τους προσφέρει σχετικά μικρότερη προφύλαξη από την υπεριώδη ακτινοβολία.
Σε πληθυσμούς ευρωπαϊκής καταγωγής, η επίπτωση των διηθητικών μελανωμάτων έχει αυξηθεί ραγδαία τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες και οι εκτιμήσεις προβλέπουν διπλασιασμό της κάθε 10-20 έτη. Στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη οι δείκτες επίπτωσης του μελανώματος είναι σχετικά χαμηλότεροι και για τα δύο φύλα (5-10/100.000 ανθρώπους-έτη). Στις Βόρειες χώρες της Ευρώπης και ιδίως στην Σκανδιναβία, η προτυπωμένη κατά ηλικία επίπτωση (με βάση των Ευρωπαϊκό πρότυπο πληθυσμό) έφτασε τα τελευταία χρόνια τις 20/100.000 ανθρώπους-έτη.
Θνησιμότητα
Οι δείκτες θνησιμότητας μελανώματος στην Ευρώπη είναι σχετικά χαμηλοί και κυμαίνονται από 1.5 έως 5.2/100.000 ανθρώπους-έτη. Η θνησιμότητα από το μελάνωμα είναι υψηλότερη στη Βόρεια σε σχέση με τη Νότια Ευρώπη. Κατ’ αναλογία με την επίπτωση, η θνησιμότητα από το μελάνωμα του δέρματος αυξήθηκε τα τελευταία 40-50 χρόνια.
Φυσική πορεία του μελανώματος
Ασθενείς με πρωτοπαθές μελάνωμα του δέρματος χωρίς κλινική ένδειξη μεταστάσεων αναπτύσσουν μεταστατική νόσο σε ποσοστό 15-30%. Η μετάσταση στο μελάνωμα εμφανίζεται με τη μορφή δορυφόρων ή καθ’οδόν μεταστάσεων, μεταστάσεων στους επιχώριους λεμφαδένες ή απευθείας σε απομακρυσμένες ανατομικές περιοχές. Δορυφόρες ονομάζονται οι μεταστάσεις που εμφανίζονται σε απόσταση μικρότερη των 2 εκατοστών από το σημείο του πρωτοπαθούς όγκου, ενώ καθ’ οδόν ονομάζονται οι μεταστάσεις που αναπτύσσονται στην περιοχή λεμφικής παροχεύτευσης του όγκου και πριν από την πρώτη ομάδα επιχώριων λεμφαδένων. Σε ορισμένους ασθενείς αυτό το είδος μετάστασης προηγείται της ανάπτυξης επιχώριων λεμφαδενικών μεταστάσεων. Σε ασθενείς που διεγνώσθησαν αρχικά σε στάδιο Ι και ΙΙ (μη μεταστατικό μελάνωμα) το 50% των μεταστάσεων αναπτύσσεται στους επιχώριους λεμφαδένες, 30% απευθείας σε απομακρυσμένες ανατομικές περιοχές σχεδόν 20% είναι δορυφόρες ή καθ’οδόν μεταστάσεις.
Η πρόγνωση της τοπικής υποτροπής του μελανώματος είναι γενικώς δυσμενής. Η πενταετής επιβίωση δεν ξεπερνά το 50%. Η τοπική υποτροπή του μελανώματος οδηγεί σε λεμφαδενική υποτροπή στο 30% των περιπτώσεων και σε απομακρυσμένες μεταστάσεις στο 20% των περιπτώσεων. Η υποτροπή στους επιχώριους λεμφαδένες έχει δυσμενή πρόγνωση που δε διαφέρει κατά πολύ αυτή της τοπικής υποτροπής. Η πενταετής επιβίωση δεν ξεπερνά το 50-60%. Οι συχνότερες ανατομικές εντοπίσεις απομακρυσμένων μεταστάσεων του μελανώματος του δέρματος είναι το δέρμα (10-40%), οι απομακρυσμένοι λεμφαδένες (5-30%), οι πνεύμονες (20-40%), το ήπαρ (15-20%), το κεντρικό νευρικό σύστημα (5-20%) και τα οστά (5-20%). Σταδιοποίηση και προγνωστικοί παράγοντες του μελανώματος.
Σταδιοποίηση του πρώιμου εντοπισμένου μελανώματος
Στάδια Ι/ΙΙ: μελάνωμα χωρίς μεταστάσεις
Στάδιο ΙΙΙ: μεταστάσεις σε λεμφαδένες ή καθ’οδόν (in-transit) ή δορυφόρος μετάσταση
Στάδιο ΙV: μετάσταση σε απομακρυσμένες θέσεις (πνεύμονας, ήπαρ, εγκέφαλος, οστά κτλ.
Παράγοντες κινδύνου για το μελάνωμα του δέρματος
To ανοικτόχρωμο δέρμα, το ξανθό ή κόκκινο χρώμα μαλλιών, το ανοικτό χρώμα οφθαλμών, η παρουσία κοινών και άτυπων μελανινοκυτταρικών σπίλων («ελιές») καθώς και η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία αποτελούν συλλήβδην τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης μελανώματος του δέρματος. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου είναι το οικογενειακό και ατομικό ιστορικό μελανώματος, η παρουσία ακτινικής φακής και ακτινικών υπερκερατώσεων.
Οι κοινοί μελανινοκυτταρικοί σπιλοι
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει επανειλημμένως ότι ο συνολικός αριθμός των κοινών μελανινοκυτταρικών σπίλων («ελιών») του δέρματος είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη μελανώματος. Σε ένα σημαντικό ποσοστό οι μελανινοκυτταρικοί σπίλοι αποτελούν πρόδρομες βλάβες μελανωμάτων και πιθανώς αποτελούν ένα σημαντικό στάδιο στο μονοπάτι που οδηγεί στο μελάνωμα του δέρματος. Ο κίνδυνος για την εμφάνιση μελανώματος σε άτομα με >100 κοινούς μελανινοκυτταρικούς σπίλους είναι 12πλάσιος σε σχέση με αυτούς που έχουν λιγότερους από 10 σπίλους. Το ιστορικό προϋπάρχουσας μελαγχρωματικής βλάβης που μεταβαλλόταν με το χρόνο φαίνεται ότι σχετίζεται περισσότερο με την κακοήθη εξαλλαγή ενός σπίλου. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι τα περισσότερα μελανώματα εμφανίζονται de novo, δηλαδή σε προηγουμένως υγιές δέρμα.
Άτυποι μελανινοκυτταρικοί σπίλοι
Οι άτυποι ή δυσπλαστικοί σπίλοι είναι ελιές του δέρματος οι οποίες όμως διαθέτουν ένα ή και περισσότερα από τα κοινά χαρακτηριστικά του μελανώματος. Όπως οι κοινοί, έτσι και οι άτυποι μελανινοκυτταρικοί σπίλοι αποτελούν δείκτες κινδύνου αλλά και πρόδρομες βλάβες του μελανώματος. Η διάγνωσή τους είναι κλινική δηλαδή με την επισκόπηση του δέρματος ενώ δεν υπάρχουν κοινώς αποδεκτά κριτήρια για την ιστολογική διάγνωση μετά από βιοψία.
Σύνδρομο των άτυπων σπίλων
Αναφέρεται σε άτομα τα οποία έχουν μεγάλο αριθμό κοινών, συνήθως πάνω από 80-100 κοινών σπίλων σε συνδυασμό συνηθέστερα με αρκετούς άτυπους (δυσπλαστικούς) σπίλους. Αυτοί οι ασθενείς θεωρείται ότι βρίσκονται σε ιδιαιτέρως αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση μελανώματος ο οποίος είναι ακόμη υψηλότερος στην περίπτωση που υπάρχει ιστορικού μελανώματος στην οικογένεια (σύνδρομο άτυπων σπίλων/οικογενούς μελανώματος – FAMM)
Η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.
Γενικώς όσο αυξάνει η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, τόσο αυξάνει και ο κίνδυνος ανάπτυξης μελανώματος. Η παρατήρηση ότι οι βορειοευρωπαϊκοί πληθυσμοί έχουν χαμηλότερη συχνότητα μελανώματος από τους νοτιοευρωπαίους οφείλεται κυρίως στην προστασία που προσφέρει το σκουρόχρωμο δέρμα στους τελευταίους έναντι στην ηλιοέκθεση. Ο τύπος ηλιοέκθεσης παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Η διαλείπουσα, μη συνεχής έκθεση στον ήλιο ή αλλιώς η ηλιοέκθεση λόγω αναψυχής γενικώς ή σε σχέση με συγκεκριμένες δραστηριότητες όπως είναι η ηλιοθεραπεία ή ο αθλητισμός στο ύπαιθρο αυξάνει περισσότερο τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος. Αντιθέτως η χρόνια, επαγγελματική έκθεση στον ήλιο έχει βρεθεί σε ορισμένες μελέτες ότι σχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο μελανώματος πλην όμως σχετίζεται με σημαντικά συχνότερη εμφάνιση άλλων καρκίνων του δέρματος. Η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία
To ηλιακό έγκαυμα.
Σχεδόν όλες οι μελέτες δείχνουν θετική σχέση του ηλιακού εγκαύματος με το μελάνωμα του δέρματος Επειδή το ηλιακό έγκαυμα προκαλείται από την έντονη, ασυνήθιστη έκθεση στον ήλιο θεωρείται δείκτης διαλείπουσας ηλιοέκθεσης. Γι αυτό και η συσχέτιση του εγκαύματος με το μελάνωμα έχει σχεδόν την ίδια ισχύ με αυτή της διαλείπουσας ηλιοέκθεσης.
Η έκθεση στον ήλιο κατά την παιδική ηλικία.
Η ηλιοέκθεση κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία έχει σημαντική επίδραση στον κίνδυνο μελανώματος. Ο κίνδυνος φαίνεται ότι είναι υψηλότερος σε άτομα των οποίων το δέρμα τείνει να μαυρίζει εύκολα μετά από έκθεση στον ήλιο παρά να παρουσιάζει ηλιακό έγκαυμα.
Οικογενειακό ιστορικό μελανώματος.
Οι οικογένειες με πολλαπλές περιπτώσεις μελανώματος συχνά εμφανίζουν το σύνδρομο δυσπλαστικού σπίλου (αλλιώς Β-Κ ή FAMM) το οποίο χαρακτηρίζεται από την οικογενή εμφάνιση του μελανώματος σε συνδυασμό με πολλαπλούς άτυπους ή δυσπλαστικούς σπίλους. Ασθενείς με θετικό οικογενειακό ιστορικό μελανώματος βρίσκονται σε ιδιαιτέρως αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση μελανώματος.
Διάγνωση του μελανώματος.
Η διάγνωση του μελανώματος στηρίζεται στην επισκόπηση του δέρματος από έμπειρο εξεταστή και στην βιοψία της δερματικής βλάβης. Η βιοψία θα πρέπει να είναι πλήρης αφαίρεση της βλάβης όπου αυτό είναι εφικτό (βιοψία εκτομής). Κάθε ελιά που αφαιρείται θα πρέπει να υποβάλλεται σε ιστολογική εξέταση (υπό το μικροσκόπιο). Η εξέταση της βλάβης με μικροσκόπιο προσφέρει σημαντικές πληροφορίες οι οποίες θα καθορίσουν τόσο την πρόγνωση αλλά και την περαιτέρω θεραπεία του μελανώματος. Σε περιπτώσεις ατόμων με μεγάλο αριθμό σπίλων ή σε περιπτώσεις σπίλων που είναι δύσκολο να διακριθούν από το μελάνωμα μπορεί να συνδράμει η δερματοσκόπηση, δηλαδή η εξέταση του δέρματος με το δερματοσκόπιο το οποίο προσφέρει σημαντική μεγέθυνση και καθιστά ορατές λεπτομέρειες του μελανώματος που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι.
Αφού επιβεβαιωθεί η διάγνωση του μελανώματος με την ιστολογική εξέταση πρέπει να γίνει ευρεία συμπληρωματική εκτομή, το εύρος της οποίας εξαρτάται από τα ιστοπαθολογικά χαρακτηριστικά του μελανώματος. Από τα ιστοπαθολογικά χαρακτηριστικά του μελανώματος εξαρτάται επίσης και η ανάγκη για τη διενέργεια της εξέτασης λεμφαδένα φρουρού η οποία θα δώσει σημαντικές πληροφορίες για την επέκταση του μελανώματος στους λεμφαδένες. Πριν από τη διενέργεια της εξέτασης του λεμφαδένα φρουρού συνήθως διεξάγονται εξετάσεις με υπολογιστική τομογραφία θώρακα, κοιλίας και εγκεφάλου για την διάγνωση μεταστάσεων σε αυτές τις θέσεις.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Στην περίπτωση μελανώματος του δέρματος χωρίς μεταστάσεις σε λεμφαδένες η ευρεία συμπληρωματική εκτομή αποτελεί και την οριστική θεραπεία του. Ακολούθως οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά από ειδικό ιατρό για διάστημα τουλάχιστο 5 ετών. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει κλινική εξέταση όλου του σώματος, καθώς και απεικονιστικές εξετάσεις και εξετάσεις αίματος. Στην περίπτωση που η εξέταση του λεμφαδένα φρουρού δείξει μεταστάσεις στους λεμφαδένες θα χρειαστεί λεμφαδενικός καθαρισμός των λεμφαδένων της
περιοχής και ακολούθως κάποια μορφή συμπληρωματικής θεραπείας όπως η χορήγηση ιντερφερόνης η οποία ελαττώνει σημαντικά τον κίνδυνο υποτροπής της νόσου. Στην περίπτωση εμφάνισης μεταστάσεων σε απομακρυσμένες θέσεις (π.χ. ήπαρ, πνεύμονες, εγκέφαλος κτλ) θα χρειαστεί κάποια μορφή χημειοθεραπείας ή βιολογικής θεραπείας. Η συμβολή της ακτινοθεραπείας στην θεραπεία του μελανώματος είναι περιορισμένη και περιλαμβάνει παρηγορική θεραπεία επώδυνων οστικών μεταστάσεων, θεραπεία εγκεφαλικών μεταστάσεων ή περιπτώσεις μελανώματος το οποίο δεν κατέστη δυνατό να αφαιρεθεί πλήρως. Σε επιλεγμένες περιπτώσεις έχει ένδειξη η πλήρης χειρουργική αφαίρεση των μεταστάσεων με ή χωρίς μετεγχειρητική χημειοθεραπεία. Στην περίπτωση τοπικής υποτροπής του μελανώματος στα άκρα η οποία δεν μπορεί να εξαιρεθεί πλήρως χειρουργικώς, έχει ένδειξη η απομονωμένη διαχυση του μέλους.
Απομονωμένη διάχυση μέλους με TNFα και μελφαλάνη (HILP)
Η απομονωμένη διάχυση μέλους με TNFα και μελφαλάνη με ήπια υπερθερμία (ΤΜ-HILP) αποτελεί εξαιρετική παρηγορική μέθοδο που απευθύνεται σε ασθενείς με ανεγχείρητο σάρκωμα μαλακών μορίων και προχωρημένο μελάνωμα μέλους οι οποίοι είναι υποψήφιοι για ακρωτηριασμό. Η TM-HILP απευθύνεται ακόμη και σε ασθενείς με απομακρυσμένες μεταστάσεις οι οποίοι υποφέρουν από συμπτωματική τοπική νόσο προσφέροντας ανακούφιση από τη συμπτωματολογία και διάσωση του μέλους. Η ΤΜ-HILP αποτελεί μια πολύπλοκη χειρουργική επέμβαση κατά την οποία χορηγούνεται υψηλές δόσεις χημειοθεραπευτικών φαρμάκων στην περιοχή του μέλους σε υψηλές συγκεντρώσεις οι οποίες φθάνουν έως και το 30πλάσιο της μέγιστης δυνατής δόσης που μπορεί να χορηγηθεί συστημικά χωρίς να προκαλούνται σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Η απομόνωση του μέλους επιτυγχάνεται με προσωρινό αποκλεισμό και καθετηριασμό της μείζονος αρτηρίας και φλέβας του, σύνδεση των καθετήρων με συσκευή εξωσωματικής κυκλοφορίας και κατάργηση της παράπλευρης κυκλοφορίας με την τοποθέτηση ισχαίμου επιδέσμου (τούρνικετ) στη ρίζα του μέλους. Κατά τη διάρκεια της διάχυσης των φαρμάκων το μέλος διατηρείται σε συνθήκες ήπιας υπερθερμίας (38.5-40oC). H διαφυγή των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων προς τη συστηματική κυκλοφορία ελέγχεται με ραδιοϊσοτοπικές μεθόδους μεγάλης ακρίβειας. Έτσι εξασφαλίζεται η άμεση εκτίμηση της διαφυγής των φαρμάκων προς τη συστημική κυκλοφορία και είναι δυνατή η πρόληψη των ανεπιθυμητων ενεργειών.
Το ποσοστό πλήρους ανταπόκρισης στην ΤΜ-ΗΙLP (εξαφάνισης του όγκου) κυμαίνεται από 70-90% για το δερματικό μελάνωμα σε πεπειραμένα κέντρα. Αποτέλεσμα της υψηλης ανταπόκρισης των όγκων στην TM-HILP είναι η αποφυγή του ακρωτηριασμού η οποία κυμαίνεται γύρω στο 90% για το δερματικό μελάνωμα. Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι η ΤΜ-ΗΙLP αποτελεί παρηγορική μέθοδο και μέχρι τώρα δεν έχει αποδειχθεί ότι επιμηκύνει την ολική επιβίωση των ασθενών όπως άλλωστε ισχύει και για τον ακρωτηριασμό. Οι ανεπιθύμητες συστηματικές αντιδράσεις της θεραπείας είναι συνήθως ήπιες, αυτοπεριοριζόμενες και περιλαμβάνουν πυρετό, ήπια λευκοπενία, θρομβοπενία και ταχυκαρδία. Η περιοχική τοξικότητα της θεραπείας είναι ήπια και χαρακτηρίζεται από οίδημα, ερυθρότητα και υπέρχρωση του μέλους στο πλήθος των ασθενών (90%) και σε ορισμένες περιπτώσεις από πιο έντονη κλινική εικόνα με άλγος, φλεγμονή, φυσαλίδες όπως στην περίπτωση εγκαύματος κτλ. Η πιο δυσμενής επιπλοκή της μεθόδου είναι ο μετεγχειρητική νέκρωση του μέλους η οποία οδηγεί σε ακρωτηριασμό και παρουσιάζεται σε ποσοστό κάτω του 5% των ασθενών. Η λειτουργικότητα του μέλους διατηρείται σε σημαντικό βαθμό μετά από την επέμβαση και οι περισσότεροι ασθενείς είναι σε θέση να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους προοδευτικά εντός 1-3 μήνών.
Η απομονωμένη διάχυση μελους για την αντιμετώπιση ανεγχείρητων δερματικών μελανωμάτων και σαρκωμάτων μαλακών μορίων εφαρμόζεται στην Ελλάδα επί του παρόντος κατ’ αποκλειστικότητα από το τμήμα Χειρουργικής Ογκολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Η αρχική μας εμπειρία επί συνόλου άνω των 20 ασθενών ανέδειξε αποτελέσματα συγκρίσιμα με αυτά έμπειρων ευρωπαϊκών κέντρων και αποτελεί κίνητρο για την συνέχιση και επέκταση αυτής της θεραπευτικής μεθόδου σε μια κατηγορία ασθενών με μοναδικές θεραπευτικές προκλήσεις όπως ειναι οι ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα και σάρκωμα μαλακών μορίων.