Η εκθετική αύξηση του αριθμού των νέων κρουσμάτων είναι σαφής, επισημαίνουν οι ειδικοί. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας, μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες σχεδόν πενταπλασιάστηκε ο μέσος κυλιόμενος αριθμός κρουσμάτων των 7 ημερών. Από 442 την 1η Ιουλίου, σε 1.081 την προηγούμενη εβδομάδα και σήμερα έφτασε σχεδόν τα 2.700 νέα κρούσματα ως μέσος κυλιόμενος των 7 ημερών.
Η διάμεση ηλικία των νέων κρουσμάτων παρέμεινε σταθερά χαμηλή στα 26 χρόνια, ενώ σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΕΟΔΥ, το 80% των νέων κρουσμάτων το τελευταίο δεκαπενθήμερο, αφορά σε άτομα ηλικίας μικρότερης των 39 ετών.
Επαφή εμβολιασμένου με επιβεβαιωμένο κρούσμα
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό πλέον αρκετοί από τους εμβολιασμένους συμπολίτες μας να έρθουν σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα κορωνοϊού, στις προσωπικές τους επαφές, στη δουλειά, στις διακοπές. Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση;
Όπως είχε επισημάνει σε προηγούμενη ενημέρωση του υπουργείου Υγείας η Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου, και σύμφωνα με τις οδηγίες του αμερικανικού CDC, αυτοί που έχουν εμβολιαστεί με δύο δόσεις, αν έρθουν σε επαφή με ένα άτομο το οποίο έχει τη λοίμωξη παρακολουθούνται οι ίδιοι έχοντας το νου τους για συμπτώματα της λοίμωξης.
Δηλαδή δεν κάνουν ούτε μοριακά τεστ αφού είναι εμβολιασμένα, παρά μόνο εάν εμφάνισαν συμπτώματα.
«Δηλαδή εφόσον παραμένουν ασυμπτωματικοί δεν υφίστανται ούτε απομόνωση, ούτε εργαστηριακή διερεύνηση για πιθανή λοίμωξη. Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να ισχύσει για τα άτομα με μία δόση. Θεωρείται ότι είναι ατελώς εμβολιασμένα, επομένως μπορεί σε αυτή την περίπτωση η όποια επαφή να πέσει και σε χρονικό διάστημα που τα αντισώματα από την πρώτη δόση ή δεν έχουν αναπτυχθεί ή έχουν μειωθεί και να μην είναι προφυλαγμένα. Επομένως, εκεί θα πρέπει να γίνει εργαστηριακός έλεγχος», διευκρινίζει η Μαρία Θεοδωρίδου.
Στην ίδια συζήτηση, αναφέρθηκε ότι δεν είναι υποχρεωτικό το self test σε όσους έχουν κάνει τις δύο δόσεις του εμβολίου – ή το μονοδοσικό της Johnson. «Το πλεονέκτημα των δύο δόσεων είναι ότι δεν υφίστανται εργαστηριακό έλεγχο, παρά μόνο εάν εμφανίσουν κλινικά συμπτώματα» τόνισε η Μαρία Θεοδωρίδου.