Αυτό οφείλεται στο ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και ατομικής υγιεινής που λαμβάνονται για την μείωση της μετάδοσης του κορωνοϊού έχουν ως αποτέλεσμα να μειώνεται επίσης η μετάδοση των υπόλοιπων λοιμωδών νοσημάτων του αναπνευστικού συστήματος.
Ωστόσο η αντιμετώπιση άλλων λοιμωδών νοσημάτων που ταλανίζουν την παγκόσμια υγεία εδώ και δεκαετίες φαίνεται ότι έχει ατονίσει.
Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτά.
Πιο συγκεκριμένα παρατηρείται επιδείνωση των δεικτών ελέγχου σε όλες τις μεγάλες επιδημίες των χρόνιων λοιμωδών νοσημάτων που πλήττουν τον πλανήτη, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η επιβραδύνεται η πρόοδος στον έλεγχο των επιδημιών της φυματίωσης, του ιού του AIDS και της ελονοσίας. Αυτό οφείλεται τόσο στην βιολογία της νόσου όσο και στην ατονία της προληπτικής ιατρικής.
Καταρχήν σε αντίθεση με τα οξέα λοιμώδη του αναπνευστικού συστήματος, όπως η COVID-19 και η γρίπη, αυτές οι λοιμώξεις δεν επηρεάζονται τόσο από την κοινωνική αποστασιοποίηση με μικρή πιθανώς επίδραση στη φυματίωση. Μία εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι τα οξέα λοιμώδη νοσήματα ολοκληρώνουν την φυσική νόσο το πολύ σε 30 ημέρες ενώ τα χρόνια λοιμώδη νοσήματα έχουν φυσική νόσο που κρατάει μήνες ή και χρόνια. Η άλλη εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι οι τρόποι μετάδοσης του ιού του AIDS και της ελονοσίας είναι διαφορετικοί από τον κορωνοϊό.
Όσον αφορά την πρόληψη αυτών των λοιμωδών νοσημάτων φαίνεται ότι τα προγράμματα για προληπτικό διαγνωστικό έλεγχο του πληθυσμού έχουν ατονίσει εξαιτίας της μεγάλης ανάγκης για διάγνωση του κορωνοϊού.
Επίσης οι γιατροί δεν είχαν χρόνο να διαθέσουν στην εξέταση και θεραπεία αυτών των νοσημάτων εξαιτίας του υπερβολικού φόρτου εργασίας σε ασθενείς με COVID-19. Τέλος φαίνεται ότι έχει μειωθεί και η χρηματοδότηση σε προγράμματα πρόληψης και θεραπείας αυτών των νοσημάτων.
Στα θετικά στοιχεία της πανδημίας αναφέρεται ότι η εμπειρία από την ανάπτυξη του εμβολίου για τον κορωνοϊό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη νέου καλύτερου εμβολίου για τη φυματίωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι το υπάρχον εμβόλιο της φυματίωσης ελάχιστα διαφέρει από το πρώτο εμβόλιο της φυματίωσης το 1921.