Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εμβολιασμένων πολιτών που νόσησαν για δεύτερη φορά από τον κορονοϊό, πριν προλάβουν να προχωρήσουν στην επαναληπτική δόση.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να εκδώσουν δεύτερο πιστοποιητικό νόσησης -καθώς ο νόμος δεν τους δίνει αυτό το δικαίωμα- αλλά ούτε και πιστοποιητικό εμβολιασμού, καθώς πρέπει να μεσολαβήσει ένα ικανό διάστημα πριν προχωρήσουν στην επαναληπτική δόση.
Στο θέμα αυτό αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης της για τους εμβολιασμούς, ο γενικός γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, ο οποίος αναγνώρισε το πρόβλημα και πρόσθεσε πως θα λυθεί τις αμέσως επόμενες μέρες:
“Αυτό αφορά πολύ λίγο κόσμο, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός των επόμενων δύο ημερών θα συζητηθεί στην Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών. Θα ανακοινώσουμε το αργότερο μέχρι την Τετάρτη, τι ακριβώς θα γίνει με τα πιστοποιητικά δεύτερης φοράς νόσησης”, τόνισε συγκεκριμένα.
Η Επιτροπή αναμένεται να αναθεωρήσει τη συγκεκριμένη απόφαση, καθώς συναντάται το παράδοξο, οι πολίτες αυτοί που έχουν κάνει τον βασικό εμβολιασμό τους και έχουν νοσήσει δύο φορές να αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως “ανεμβολίαστοι”.
Πονοκέφαλος το θέμα της ανοσίας και της επανανόσησης
Η παραλλαγή Όμικρον περιέπλεξε τα δεδομένα σε σχέση με την ανοσία και την επανανόσηση, καθώς ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι -εκτός από την αυξημένη μεταδοτικότητα- και η ανοσολογική διαφυγή, η οποία αυξάνει τη δυνατότητα επαναλοιμώξεων.
Μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο απέδειξε πως το ποσοστό επαναλοίμωξης εκτιμάται πως έχει αυξηθεί κατά 15 φορές από την άφιξη της Όμικρον και οι επαναμολύνσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% όλων των λοιμώξεων που αναφέρθηκαν στη χώρα.
Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου παρουσίασε στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο New England General of Medicine, με δεδομένα προστασίας έναντι της παραλλαγής Όμικρον μετά από προηγηθείσα λοίμωξη.
Αποδείχθηκε πως η νόσηση με τα στελέχη “Αλφα”, “Βήτα” και “Δέλτα” προσφέρει ισχυρή προστασία στην επανανόσηση που φτάνει σε ποσοστό 90%, ενώ αντίθετα η προστασία που παρέχει η παραλλαγή Όμικρον μετά από νόσηση, δεν ξεπερνά το 60%.
Άρα εάν νοσήσει κανείς από Όμικρον έχει περισσότερες πιθανότητες επαναλοιμώξεων.
Ωστόσο, η φυσική νόσηση -στις περιπτώσεις των επαναλοιμώξεων- προστατεύει από το να μπει κανείς στο νοσοκομείο ή να νοσήσει σοβαρά, ανεξάρτητα από τις μεταλλάξεις, ανέφερε η Καθηγήτρια κα. Θεοδωρίδου.
Η φυσική προστασία, παρόλα αυτά, δεν είναι η ίδια σε όλα τα άτομα. Παράγοντες που παρεμβαίνουν είναι η ηλικία, η βαρύτητα της κλινικής νόσου ή τα υποκείμενα νοσήματα. Είναι ο λόγος που η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών κατά καιρούς έχει τροποποιήσει τις συστάσεις του εμβολιασμού σε σχέση με την φυσική λοίμωξη, σημείωσε η ίδια.
Πότε πρέπει να γίνεται η επαναληπτική δόση μετά τη νόσηση
Το διάστημα που απαιτείται μετά τη φυσική νόσηση για να προχωρήσει κάποιος πολίτης στον εμβολιασμό του με την επαναληπτική δόση δεν έχει προσδιοριστεί από τους ειδικούς, καθώς υπάρχει ακόμη αρκετή ασάφεια για τη διάρκεια της προστασίας.
Κυρίως η ανοσία που σχετίζεται με την παραλλαγή Όμικρον, για την οποία -όπως ανέφερε η Καθηγήτρια Μαρία Θεοδωρίδου- “ζούμε ουσιαστικά σε μία περίοδο που οι γνώσεις συνεχώς μεταβάλλονται”.
Ως προς το πιο είναι το ιδανικό διάστημα να κάνει κάποιος την επαναληπτική δόση μετά τη νόσηση; Απαντώντας στο ερώτημα αυτό η κα. Θεοδωρίδου προϊδέασε πιθανόν για τις αποφάσεις της Επιτροπής, υπενθυμίζοντας πως υπάρχουν χώρες που δεν λαμβάνουν υπόψη τη νόσηση και συστήνουν τον εμβολιασμό αμέσως μετά από τη νόσηση.
“Να σας θυμίσω ότι η πρώτη-πρώτη σύσταση της Επιτροπής ήταν στην αρχή της επιδημίας, και ιδιαίτερα για τους υγειονομικούς, να εμβολιάζονται από ένα μήνα μέχρι τρεις μήνες μετά τη νόσηση, δεδομένου ότι ήταν και σε αυξημένο κίνδυνο, σε υψηλό ιικό φορτίο εντός των νοσηλευτικών ιδρυμάτων”, σημείωσε.
Έως ότου παραχθούν νέα εμβόλια με ευρύτερη προστασία έναντι των μεταλλάξεων, στόχος που -σύμφωνα με τους ειδικούς- είναι εξαιρετικά δυσχερής με την δυναμική της εξέλιξης των ιών, η ισχυρή σύσταση που υπάρχει για τον εμβολιασμό με την τρίτη δόση και με την τέταρτη δόση στους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, θα μπορούσε πραγματικά να σώσει ζωές.