Δυσβάσταχτος αποδεικνύεται ο κορωνοϊός για πολλούς ασθενείς, παρότι αναρρώνουν στο σπίτι χωρίς να χρειασθούν νοσηλεία στο νοσοκομείο. Σημαντικό ποσοστό από αυτούς εκδηλώνουν κατάθλιψη ή άλλα προβλήματ ψυχικής υγείας που μπορεί να επιμείνουν για μήνες. Ωστόσο δεν κινδυνεύουν όλοι εξίσου από αυτά.
Αυτά είναι τα ευρήματα μιας νέας, μεγάλης, διεθνούς μελέτης η οποία εξέτασε τον κίνδυνο κατάθλιψης σε ασθενείς οι οποίοι είχαν περάσει την COVID στο σπίτι. Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, η ψυχική υγεία των ασθενών επηρεαζόταν αναλόγως με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων που είχαν.
Το κλειδί ήταν αν αυτά τα συμπτώματα ανάγκαζαν τους ασθενείς να μείνουν στο κρεβάτι ή όχι. Όσοι παρέμεναν κλινήρεις για μέρες, διέτρεχαν σχεδόν 1,5 φορά μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν κατάθλιψη απ’ όσους περνούσαν την COVID «στο πόδι».
Εκτός από κατάθλιψη, οι ασθενείς που είχαν καθηλωθεί από τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός παρουσίαζαν επίσης με αυξημένη συχνότητα:
- Αγχώδεις διαταραχές
- Δυσφορία
- Δυσκολίες στον ύπνο
Οι διαταραχές αυτές, όμως, δεν ήταν βραχύβιες. Η ίδια μελέτη έδειξε πως οι ασθενείς μπορεί να υπέφεραν επί μήνες αργότερα.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν πως όσοι έχουν περάσει σχετικά βαριά την COVID στο σπίτι, πρέπει να έχουν το νου τους για τυχόν προβλήματα ψυχικής υγείας, λένε οι ερευνητές.
Πολύ συχνή
Η νέα μελέτη διεξήχθη σε 247.249 εθελοντές από έξι χώρες του κόσμου (Δανία, Εσθονία, Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Βρετανία). Οι 9.979 από αυτούς (το 4%) είχαν διαγνωστεί με τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός την περίοδο Μάρτιο 2020-Αύγουστος 2021.
Η μέση ηλικία των ασθενών που εκδήλωσαν COVID ήταν τα 46,6 έτη. Οι περισσότεροι (σχεδόν το 90%) είχαν ηλικία 18-59 ετών. Κανένας τους δεν είχε αρρωστήσει τόσο βαριά από την COVID, ώστε να χρειασθεί εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, η επίπτωση της κατάθλιψης ήταν γενικώς υψηλότερη σε όσους είχαν νοσήσει από κορωνοϊό. Ειδικότερα, με κατάθλιψη διαγνώστηκε:
- Το 20% των συμμετεχόντων που νόσησαν από κορωνοϊό
- Το 11% των υπολοίπων συμμετεχόντων
Αυξημένα ήταν επίσης και τα προβλήματα ύπνου μετά τη λοίμωξη που προκαλεί ο κορωνοϊός. Αυτά αναφέρθηκαν:
- Από το 29% των ασθενών που νόσησαν με COVID
- Από το 24% των υπολοίπων συμμετεχόντων
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο
Οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν ποιοι από τους νοσήσαντες με COVID κινδύνευαν περισσότερο να εκδηλώσουν κατάθλιψη. Όπως διαπίστωσαν, όσοι είχαν περάσει τη λοίμωξη ελαφρά, δεν κινδύνευαν από αυτήν. Ούτε είχαν περισσότερες πιθανότητες από τους υπόλοιπους εθελοντές να παρουσιάσουν αγχώδεις διαταραχές.
Όσοι όμως είχαν μείνει στο κρεβάτι λόγω των συμπτωμάτων τους για 7 ημέρες ή περισσότερες, διέτρεχαν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για προβλήματα ψυχικής υγείας. Ειδικότερα είχαν:
- Κατά 61% περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν κατάθλιψη
- Κατά 43% περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν αγχώδη διαταραχή
Ο κίνδυνος αυτός δεν αφορούσε μικρό ποσοστό ασθενών. Το 22,3% είχαν μείνει στο κρεβάτι για 7 ημέρες ή περισσότερο λόγω της COVID.
Επιπλέον, η ψυχική τους υγεία δεν ανέκαμπτε σύντομα μετά την ανάρρωσή τους. Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, τα ποσοστά της κατάθλιψης και των άλλων προβλημάτων ψυχικής υγείας παρέμεναν υψηλά επί έως και 16 μήνες μετά την ανάρρωσή τους.
Έχουν κατάθλιψη χωρίς να γνωρίζουν γιατί
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των ασθενών που νοσεί ο κορωνοϊός έχουν αρκετά σοβαρά συμπτώματα ώστε να παραμένουν στο κρεβάτι για 7 ημέρες ή περισσότερες», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Unnur Anna Valdimarsdóttir, καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας, στο Ρέικιαβικ. «Αυτό σχετίσθηκε με επίμονα προβλήματα ψυχικής υγείας μακροπρόθεσμα».
Ωστόσο, η μελέτη διεξήχθη πριν από την εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον, που πιστεύεται ότι προκαλεί πιο ήπια λοίμωξη. Διεξήχθη επίσης πριν από την κορύφωση των εμβολιασμών. Επομένως, «ίσως έχει πια μειωθεί το ποσοστό των ασθενών που παραμένουν επί ημέρες κλινήρεις λόγω της COVID», πρόσθεσε.
Τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν ότι χιλιάδες άνθρωποι που θεωρητικά νόσησαν ελαφρά από τον κορωνοϊό, αφού δεν νοσηλεύθηκαν στο νοσοκομείο, μπορεί να έχουν κατάθλιψη χωρίς να γνωρίζουν που οφείλεται.
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet Public Health.