Τα παραμύθια είναι τα αγαπημένα αναγνώσματα των παιδιών, ωστόσο πολλά παιδιά ηλικίας από δυόμισι έως πεντέμισι ετών, ειδικά αν είναι ζωηρά, κινητικά και δραστήρια, δεν κάθονται εύκολα να προσέξουν τη ροή ενός παραμυθιού.
Συχνά οι γονείς (και οι παιδαγωγοί) προσπαθούν να διαβάσουν ένα παραμύθι, όμως τα παιδιά τούς διακόπτουν με εκτός θέματος ερωτήσεις, φεύγουν ή, παράλληλα, ασχολούνται με κάτι άλλο. Το παραμύθι δεν ολοκληρώνεται και είναι «ο καημός» των γονιών, ότι το παιδί τους «δεν κάθεται να ακούσει ένα παραμύθι».
Για τον λόγο αυτό καλό είναι να δίνεται μια ενδιαφέρουσα και συγχρόνως απλή ζωγραφική εικόνα, που συνοδεύει οπτικά την πρόταση που διαβάζουμε στο παιδί. Δίνουμε λοιπόν παράλληλα και ταυτόσημα ερεθίσματα: ακουστικό και οπτικό.
Αυτό πρέπει να γίνεται με μια ολοκληρωμένη, απλή πρόταση, με υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο ή κατηγορούμενο.
Ο κάθε προσδιορισμός πρέπει να είναι ξεκάθαρος και να επαναλαμβάνεται συχνά από τη μια πρόταση στην άλλη.
Έτσι, το μικρό παιδί διευκολύνεται στην πρόσληψη, αποκωδικοποίηση και αφομοίωση της πληροφορίας, αλλά και στην αναπαραγωγή της.
Η επιλογή των λέξεων πρέπει να είναι απλή, τόσο νοηματικά όσο και φθογγολογικά: λέξεις που να προφέρονται εύκολα και να κατανοούνται εύκολα.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο καλός παραμυθάς είναι αυτός που παίρνει το παιδί και το πάει σιγά σιγά σε έναν άλλο κόσμο και του δίνει σιγά σιγά πάλι όλα τα δεδομένα που χρειάζεται για να δει το παιδί τον κόσμο που του προσφέρει, να κατανοήσει τις σχέσεις μέσα σ΄ αυτόν και να τον περπατήσει.
Είναι πολύ χρήσιμο να θυμόμαστε ότι η μάθηση γενικότερα αφομοιώνεται και αναπαράγεται ως μια αφήγηση. Το παιδί θα πρέπει, και όχι μόνο στο σχολείο, να μάθει πράγματα και να τα πει με μορφή αφηγηματική και με το κατάλληλο για την περίπτωση λεξιλόγιο. Το παραμύθι εισάγει όμορφα το παιδί σ’ αυτήν τη διαδικασία αφήγησης αλληλένδετων γεγονότων.
Σαφώς, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συγκέντρωση των παιδιών και η εστίαση της προσοχής τους κατά τη διαδικασία.
Ο τρόπος ανάγνωσης ενισχύει τη λειτουργία του κειμένου. Πέρα από το «αργά, σταθερά, ζωντανά», εκείνο που βοηθά ιδιαίτερα είναι ο ρυθμικός, ελαφρά συλλαβιστός τρόπος με συχνές παύσεις αναπνοής, σαν να μπαίνουν «μικρά» κόμματα εκεί που εννοιολογικά ταιριάζουν.
Όταν δείχνουμε με το δάχτυλό μας στα σημεία της εικόνας που επισημαίνει η πρόταση, ενόσω τη διαβάζουμε φωναχτά, βοηθάμε το παιδί να κατανοήσει το κείμενο και να το αναπαραγάγει ευκολότερα.
Η μελέτη πάνω στο πώς μαθαίνουν τα παιδιά παραμύθια και παράλληλα βοηθιούνται στην εξέλιξη του λόγου τους μας οδήγησε στη δημιουργία έντυπου υλικού κατάλληλου γι’ αυτήν την προσπάθεια.
Οι μύθοι του Αισώπου και τα κλασικά παραμύθια είναι δύο μορφές αφήγησης που όλοι αγαπήσαμε και γνωρίσαμε καλά. Αυτά επιλέξαμε να δουλέψουμε. Στις εκδόσεις μας λοιπόν, τα δίνουμε μέσα από μία εκπαιδευτική διαδικασία που απευθύνεται σε πολύ μικρές ηλικίες και η οποία σταδιακά, με βάση μια συγκεκριμένη μεθοδολογία, οδηγεί το παιδί από το «σκέφτομαι και λέω» στο «σκέφτομαι και ζωγραφίζω», για να καταλήξει στο «σκέφτομαι και γράφω».
Εφαρμόζουμε όλα αυτά που περιγράφουμε παραπάνω ως συστατικά στοιχεία μιας σωστής αφήγησης, ειδικά στις κρίσιμες μικρές ηλικίες.
Παράλληλα, αξιοποιώντας την τεχνολογία, που μας κατακλύζει (και παιδιά και γονείς τη χρησιμοποιούν), φτιάξαμε τα παραμύθια, ως εφαρμογές σε tablet και κινητά.
Υπάρχουν με διάφορες μορφές – επιλογές (το παιδί μπορεί να ακούσει το παραμύθι, μπορεί να το διαβάσει ή να του το διαβάσουν – ανάλογα με την ηλικία του) και έτσι μπορεί να αξιοποιήσει την αφηγηματική ροή με τους τρόπους που περιγράψαμε παραπάνω.
Η αφήγηση και η αναδιήγηση βοηθά αποτελεσματικά στην εξέλιξη του λόγου ενός παιδιού. Η αφηγηματική ροή με χρονικές αλληλουχίες βοηθά κύρια στην ίδια τη δομή της σκέψης, στην πορεία της από το [α] στο [β].
Το παραμύθι, η ιστορία, απλή στην αρχή, σαν σκελετός, στην οποία πάνω μπορείς να χτίσεις και να την κάνεις πληρέστερη, μας δείχνει γενικά πως να αφηγούμαστε, ικανότητα απαραίτητη και για την απόκτηση γνώσεων και για την απλή ευχαρίστηση σε ολόκληρη της ζωής μας.
Μπορούμε να μάθουμε ίσως τα πάντα, όταν ειπωθούν κατάλληλα, με την κατάλληλη ιστορία! Όλοι λατρεύουμε τις ιστορίες! Οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν τους μύθους για να εξηγήσουν τα ανεξήγητα. Οι λαοί του κόσμου, καθένας στη θρησκεία του, έφτιαχναν ιστορίες, για να πουν γιατί και πού πιστεύουν. Ο Όμηρος έπλασε ιστορίες με χιλιάδες στίχους για να μιλήσει για τις αδυναμίες και τις δυνάμεις, τα πάθη και τους πόθους των Θεών και των ανθρώπων. Ο Αίσωπος έβαλε τα ζώα να μιλήσουν και να δράσουν για να μας διδάξει …
Και υπάρχουν τόσα ακόμα παραδείγματα ανθρώπων, που κάποιοι αφηγούνται και κάποιοι ακούνε με το στόμα ανοικτό! Και κάποιοι θέλουν να ξαναπούν ό,τι άκουσαν σε άλλους, να αφηγηθούν μια άλλη ιστορία!
Τα παραμύθια, μα κι όλες οι ιστορίες θέλουν ήρωες, θέλουν πάλη του καλού με το κακό, θέλουν πλήρωση, και κάθαρση στο τέλος. Κι αυτό είναι άλλο ένα κοινό και απαραίτητο στοιχείο στη δομή των μεγάλων ιστοριών.
Όσο αφηγούμαστε, όσο μιλάμε κι ακούμε, όσο ακούμε και μιλάμε, ο λόγος μας βελτιώνεται. Και βέβαια αυτό συμβαίνει κύρια στα μικρά παιδιά, που ο λόγος εξελίσσεται και εμπλουτίζεται καθοριστικά.
Η σημασία της αφήγησης και αναδιήγησης είναι αποφασιστική λοιπόν για την εξέλιξη του λόγου του.
Αλλά πέρα από αυτό, οι ιστορίες, τα παραμύθια πάντα κάνουν το παιδί πιο ευτυχισμένο!
Αλλά κι εμάς, όταν αυτές τις στιγμές τις μοιραζόμαστε μαζί του!