Τα εμβόλια mRNA κατά του κορονοϊού είναι ασφαλή και αποτελεσματικά στους ασθενείς με καρκίνο των πνευμόνων, οι περισσότεροι από τους οποίους αποκτούν ανοσολογική προστασία μετά από δύο δόσεις, σύμφωνα με μια νέα γαλλική επιστημονική μελέτη.
Ακόμη, διαπιστώθηκε ότι όταν μια τρίτη ενισχυτική δόση από το εμβόλιο COVID-19 χορηγήθηκε στο 11% των ασθενών που είχαν εμφανίσει χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων μετά τις δύο δόσεις, τότε σχεδόν οι εννέα στους δέκα (το 88%) απέκτησαν και αυτοί επαρκή προστασία σε αντισώματα.
Μολονότι τα εμβόλια Covid-19 έχουν προ πολλού αποδειχτεί γενικά ασφαλή και αποτελεσματικά στον γενικό πληθυσμό, λίγα πράγματα ήταν γνωστά κατά πόσο οι ασθενείς με καρκίνο των πνευμόνων/θώρακα αναπτύσσουν επαρκώς ανοσολογική απόκριση, καθώς είχαν αρχικά αποκλειστεί από τις περισσότερες δοκιμές των εμβολίων.
Επίσης προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι αυτοί οι ασθενείς είχαν θνητότητα περίπου 30% από την Covid-19, σημαντικά μεγαλύτερη από τον γενικό πληθυσμό.
Οι ερευνητές του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Bichat-Claude Bernard του Παρισιού, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό θωρακικής ογκολογίας «Journal of Thoracic Oncology», μελέτησαν 306 ασθενείς με καρκίνο των πνευμόνων με μέση ηλικία 67 ετών. Από αυτούς, οι 283 είχαν κάνει δύο δόσεις εμβολίου Pfizer/BioNTech με απόσταση 28 ημερών (όσοι είχαν αντισώματα κατά του κορονοϊού λόγω προηογύμενης λοίμωξης Covid-19, έκαναν μόνο μία δόση).
Διαπιστώθηκαν τα εξής:
Μετά από έξι έως επτά μήνες, μόνο οκτώ ασθενείς (ποσοστό 2,6%) είχαν εμφανίσει Covid-19 με συμπτώματα, αλλά με ευνοϊκή έκβαση της νόσου.
Οι 34 (το 11%) είχαν πολύ χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων, ιδίως οι πιο ηλικιωμένοι, όσοι είχαν κάνει χημειοθεραπεία κατά το τελευταίο τρίμηνο και όσοι έκαναν μακρόχρονη θεραπεία με κορτικοστεροειδή.
Οι 30 έκαναν τρίτη δόση και τελικά μόνο τρεις ασθενείς – που είχαν καρκίνους του αίματος οι οποίοι είναι γνωστό ότι συχνά δεν ανταποκρίνονται καλά στα εμβόλια – συνέχισαν να εμφανίζουν πολύ χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων.
Δεν καταγράφηκε εξάλλου κανένα περιστατικό αντίδρασης αναφυλαξίας.
Οι ερευνητές πάντως επεσήμαναν την ανάγκη τα ευρήματά τους να επιβεβαιωθούν από μια μεγαλύτερη μελέτη.