Η λανθασμένη επιλογή δίαιτας ίσως είναι ο κυριότερος λόγος για το φαινομένο γιο-γιο. Με άλλα λόγια, η αυξομείωση του βάρους παρουσιάζεται κυρίως όταν η δίαιτα είναι στερητική, πολύ αυστηρή και αποσκοπεί στο γρήγορο αδυνάτισμα. Oι διαιτολόγοι τονίζουν ότι η ταχεία απώλεια βάρους μάς καθιστά πιο επιρρεπείς στη γρήγορη επαναπρόσληψή του.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Επειδή, όταν χάνουμε γρήγορα κιλά (περισσότερο από 1 κιλό την εβδομάδα), τότε το μεγαλύτερο «θύμα» της απώλειας βάρους είναι ο μυϊκός ιστός, καθώς και τα υγρά του σώματός μας. Όσο πιο γρήγορα αδυνατίζουμε, λοιπόν, τόσο περισσότερο μυϊκό ιστό χάνουμε. Αντιθέτως, η απώλεια του λίπους είναι μικρότερη του 70%. Αδυνατίζοντας π.χ. κατά 10 κιλά, ουσιαστικά χάνουμε λιγότερο από 7 κιλά λίπους. Από την άλλη μεριά, η απώλεια του μυϊκού ιστού κυμαίνεται στο 10% (το ποσοστό αυτό, πολύ χονδρικά, αντιστοιχεί σε μισό με ένα κιλό μυών και θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό). O μυϊκός ιστός, όμως, είναι απαραίτητος για τη διατήρηση του βασικού μεταβολικού ρυθμού (δηλαδή των θερμίδων που καίμε σε ηρεμία για τη λειτουργία του οργανισμού μας). Όσο πιο ατροφικοί οι μύες, τόσο λιγότερες και οι θερμίδες που καίμε σε ηρεμία.
Εφόσον, λοιπόν, μειώνονται οι καύσεις του οργανισμού, δυσχεραίνεται η διατήρηση του βάρους και αυξάνονται οι πιθανότητες επαναπρόσληψης των χαμένων κιλών. Επιπλέον, οι στερητικές δίαιτες υπονομεύουν την προσπάθεια διατήρησης του βάρους και με έναν ακόμη τρόπο. Ακριβώς επειδή είναι αυστηρές δίαιτες, μετά την ολοκλήρωσή τους έχουμε πλέον εντονότατη την επιθυμία να φάμε ό,τι μας «απαγορεύτηκε» κατά τη διάρκειά τους. Το στερητικό σύνδρομο που προκαλείται μάς στρέφει στην αυξημένη κατανάλωση τροφίμων, ιδιαίτερα όσων είναι πλούσιων σε θερμίδες και λιπαρά, με αποτέλεσμα γρήγορα να ξαναπαίρνουμε το χαμένο βάρος.