Η κυρία με το σκυλάκι είναι ένα μικρό διήγημα του Άντον Τσέχωφ που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1899. Μας αφηγείται την ιστορία της μοιχείας μεταξύ ενός ρώσου τραπεζίτη και μιας νεαρής κοπέλας που συναντά κατά τη διάρκεια των διακοπών του στη Γιάλτα. Η ιστορία περιλαμβάνει τέσσερα μέρη. Περιγράφει την αρχική συνάντηση στη Γιάλτα, την τελειοποίηση της υπόθεσης και του υπόλοιπου χρόνου στη Γιάλτα, την επιστροφή του Γκούρωφ (Gurov) στη Μόσχα και την επίσκεψή του στην πόλη της Άννας, και τέλος τις επισκέψεις της Άννας στη Μόσχα. Ο πολύπειρος Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ δήλωσε κάποια στιγμή ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα διηγήματα που γράφτηκαν ποτέ.
Ο Ντμίτρι Γκούρωφ είναι ένας τραπεζίτης στη Μόσχα, παντρεμένος με μια κόρη και δύο γιους. Δυστυχισμένος στο γάμο του, αντιπαθεί τη δύστροπη γυναίκα του, συχνά είναι άπιστος, αν και θεωρεί γενικώς τις γυναίκες “κατώτερη φυλή.” Κατά τη διάρκεια των διακοπών του στη Γιάλτα, βλέπει μια νεαρή κοπέλα να περπατάει κατά μήκος της παραλίας με το μικρό σκυλί της και προσπαθεί να την προσεγγίσει. Η περί ου ο λόγος κυρία Άννα Σεργκέγιεβνα, βρισκόταν επίσης σε διακοπές ενώ ο σύζυγός της παρέμεινε στο σπίτι τους σε μια επαρχιακή πόλη το όνομα της οποίας δεν αναφέρεται. Σύντομα εμπλέκονται σε μια σχέση και ξοδεύουν το χρόνο τους σε περιπάτους και μικρά ταξίδια μέχρι τη διπλανή Ορεάντα, ενώ ο Γκούρωφ αναγνωρίζει κάποιο ίχνος θλίψης στο χαρακτήρα της. Αν και περιμένει τον άντρα της να έρθει στην Γιάλτα, τελικά τον ενημερώνει ότι δεν θα έρθει και ότι θα γυρίσει πίσω στο σπίτι της, λέγοντας ότι κάτι δεν πάει καλά με τα μάτια του. Ο Γκούρωφ την αποχαιρετά στο σταθμό.
Επιστρέφοντας στη Μόσχα και την καθημερινότητά του, εργάζεται τη μέρα ενώ τη νύχτα ξενυχτά στα μπαρ, ενώ πιστεύει και αναμένει ότι θα ξεχάσει σύντομα την Άννα, αλλά συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι είναι εγκλωβισμένος στη μνήμη της. Με το τέχνασμα της μετάβασης στην Αγία Πετρούπολη για να αναλάβει τις ρυθμίσεις κάποιας επιχείρησης, ξεκινάει για να τη βρει στην πόλη της. Μαθαίνοντας τη θέση της κατοικίας της οικογένειάς της από τον πορτιέρη ενός ξενοδοχείου, βρίσκει το σπίτι, αλλά γρήγορα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα ήταν μάταιο να εισέλθει να τη συναντήσει. Πιστεύει ότι η Άννα τον ξέχασε ήδη, ίσως να γνώρισε και κάποιον άλλο, κι έτσι αποφασίζει να γυρίσει και να κοιμηθεί στο ξενοδοχείο του. Κάποια στιγμή θυμάται ότι είδε μια διαφήμιση της παράστασης ‘’Η Γκέισα’’ και αρχίζει να σκέφτεται ότι πιθανόν να πήγαιναν εκεί στο θέατρο για την πρεμιέρα. Πράγματι στο θέατρο εντοπίζει το ζευγάρι να εισέρχεται και τους παρακολουθεί στενά. Όταν ο σύζυγος πηγαίνει έξω για ένα τσιγάρο στο πρώτο διάλλειμα, ο Γκούρωφ χαιρετά την Άννα, αλλά αυτή φεύγει μακριά του. Ακολουθώντας την μέσα στο θέατρο, του εκμυστηρεύεται κι αυτή ότι τον σκέφτεται συνεχώς. Τρομαγμένη, τον εκλιπαρεί να φύγει και του υπόσχεται ότι θα έρθει να τον δει στη Μόσχα. Αργότερα με κάποιες δικαιολογίες λέει στο σύζυγό της ότι θα πάει στη Μόσχα για να δει ένα γιατρό, επιχείρημα το οποίο δεν γίνεται από αυτόν και τόσο πιστευτό. Ο Γκούρωφ συνειδητοποιεί ότι για πρώτη φορά ερωτεύεται στη ζωή του και αναρωτιέται πώς μπορεί να συνεχιστεί η κατάσταση αυτή.
Η White Dacha του Άντον Τσέχωφ στη Γιάλτα
Η ιστορία γράφτηκε στη Γιάλτα, όπου είχε μετακινηθεί ο Τσέχωφ μετά από συμβουλή του γιατρού του για να επωφεληθεί από το θερμότερο κλίμα της, λόγω της προχωρημένης φυματίωσης από την οποία υπέφερε, και εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1899 στο τεύχος του περιοδικού Russkaya Mysl (Ρωσική Σκέψη) με τον υπότιτλο ‘’Μια ιστορία” (Rasskaz). Από τότε έχει δει πολυάριθμες εκδόσεις, συνήθως μέσα σε συλλογές, και θεωρείται μία από τις πιο γνωστές ιστορίες του Τσέχωφ. Η πρώτη αγγλική μετάφραση εμφανίστηκε το 1903. Σε μια ταινία του 1960 του Josef Heifitz, πρωταγωνιστούσαν ο Alexei Batalov και η Iya Savvina. Η ταινία κέρδισε ένα ειδικό βραβείο για τον ευγενή ανθρωπισμό και την καλλιτεχνική αριστεία το 1960, στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά αυτή ήταν μόλις η αρχή.
Η κυρία με το σκυλάκι είναι ίσως μια από τις καλύτερες και πιο αγαπημένες ιστορίες του Τσέχωφ. Το δυνατό ύφος του συγγραφέα, αναγνωρίζεται από το γεγονός της οικονομίας της γλώσσας που ποτέ δεν λέει περισσότερα από ότι χρειάζεται. Αποτυπώνει την πολυπλοκότητα διατηρώντας ταυτόχρονα την ένταση των συναισθημάτων των χαρακτήρων του σε λίγα λόγια. Ο συγγραφέας γράφει σαν να ζωγραφίζει ένα έργο μεγάλο σε έκταση, αλλά αισθητικά οικείο. Χρησιμοποιεί τα χρώματα για να αποδώσει την αλλαγή στο πνεύμα και στα συναισθήματα των χαρακτήρων του, καθώς αυτοί γυρίζουν από το εντυπωσιακό και μεγαλειώδες στο υποτονικό, καθημερινό και πεζό. Για παράδειγμα, τα γερασμένα μαλλιά του Ντμίτρι Γκούρωφ, περιγράφονται σαν γκρίζα, φοράει συχνά γκρίζα κοστούμια, ενώ η θάλασσα στη Γιάλτα είναι διαποτισμένη με χρώμα όπως το νερό είχε μια απαλή ζεστή απόχρωση λιλά, και υπήρχε μια χρυσή γραμμή ψηλά από το φεγγάρι. Ο Τσέχωφ παρουσιάζει τη Γιάλτα ως μια ρομαντική όαση για την Άννα και τον Ντμίτρι, ένα μέρος γεμάτο από χρώμα, ελευθερία και μια οικειότητα την οποία δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα βιώσουν κάπου αλλού. Οι εραστές φαίνεται ότι ανησυχούν για το τι σκέφτεται ο ένας για τον άλλο. Έτσι η Άννα φοβάται μην τυχόν ο Ντμίτρι τη θεωρήσει μια ‘’κοινή γυναίκα’’, ενώ ο Ντμίτρι σκέφτεται και πιστεύει ότι αυτή εξαπατήθηκε και αποκόμισε μια ψεύτικη εντύπωση για αυτόν, ως δήθεν εξαιρετικό και ευγενή άνθρωπο. Κι αυτό γιατί και οι δύο αναγνωρίζουν ότι η σχέση τους βασίζεται σε προηγούμενες απογοητεύσεις και μελλοντικές ελπίδες, καθώς και στις επιθυμίες του παρόντος. Δεν υπάρχει κάποια απλή γραμμική εξέλιξη στην αφήγηση του Τσέχωφ. Οι αναγνώστες καλούνται να αναρωτηθούν τι συνέβη στα παρασκήνια και πως θα συνεχίσουν τις ζωές τους οι δύο χαρακτήρες της νουβέλας. Πράγματι, προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή την ιστορία, θα πρέπει να μαντέψουμε τι συνέβη πριν από τα γεγονότα και βεβαίως, τι θα συμβεί μετά από αυτά. Ο Ντμίτρι μπορεί να ειδωθεί ως ένας γερασμένος γόης γυναικάς, ο οποίος εισέρχεται στα χρόνια του λυκόφωτος κι ο οποίος εξαπατά την Άννα ακριβώς όπως ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι εξαπατούσε και τον εαυτό του εδώ και πολλά χρόνια. Επειδή ο Ντμίτρι θυμάται τη θέα της Γιάλτας και την απεριόριστη μεγαλοπρέπεια και ομορφιά της, η Μόσχα του φαίνεται αφόρητη και θλιβερή. Ο Τσέχωφ μας αφήνει να υποθέσουμε ότι για τον Ντμίτρι, ο κόσμος της αγάπης και των γυναικών δεν είναι ειλικρινής και έντιμος και πράγματι η αφοσίωση του Ντμίτρι στο γυναικείο φύλο ή στην “κατώτερη φυλή” ανταμείβεται από τη σύγχυση και την αμυδρή ελπίδα για μελλοντική σωτηρία. Η ιστορία τελειώνει κάπως άτυπα, με μια σχετική ασάφεια, αφού ο Ντμίτρι αναγνωρίζει ότι, τουλάχιστον για τώρα, ζει δύο ζωές, μια ανοικτή και γνωστή σε όσους επιθυμούν και μια άλλη μυστική. Ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει τους φόβους τους το ζευγάρι, είναι να αναγνωρίσουν αμφότεροι ότι είναι έτοιμοι για την αρχή μιας ‘’νέας και υπέροχη ζωής”.
Ο Τσέχωφ τα περισσότερα από τα έργα του τα εντάσσει σε ένα κόσμο προστατευμένο, κλειστό, σίγουρα μελαγχολικό και απόμακρο από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως ακριβώς ήταν και ο ίδιος, ενώ η νουβέλα πρέπει να βασίζεται μάλλον σε κάποιες αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες. Η παιδική του ζωή δεν ήταν ότι καλύτερο για τον μικρό Τσέχωφ αφού βίωσε έντονα την πατρική αυστηρότητα, κι ίσως γι αυτό και τα έργα του να στριφογυρίζουν σε μια ηλικία η οποία πέρασε ανεπιστρεπτί και την οποία που ο ίδιος ποτέ δεν απόλαυσε, ούτε έζησε όπως θα ήθελε. Όπως στην επαγγελματική του ζωή όπου φρόντιζε ως γιατρός με ανιδιοτέλεια την σωματική κατάσταση των ασθενών του, έτσι και στα γραπτά του κείμενα, σε κάποια παράλληλη αποστολή, προσπαθούσε να διεισδύσει στον βαθύτερο ψυχικό κόσμο των αναγνωστών του με ιστορίες καθημερινές αλλά ευχάριστες από μια έννοια, επουλώνοντας κάποιες πληγές άλλης φύσεως και αιτιολογίας. Στα βιβλία του ζωγραφίζει τη χαρά και τη λύπη των ανθρώπων, τη χαρά της απόκτησης, το πάθος του έρωτα και βεβαίως το φόβο της πιθανής ή επερχόμενης απώλειας. Στην ‘’Κυρία με το σκυλάκι’’, ξεδιπλώνει το κείμενο έτσι ώστε να φτάσει στο τέλος κάποια στιγμή και αυτό να φαντάζει μάλλον αβέβαιο, να διαλέγει ο αναγνώστης την εκδοχή που επιθυμεί πνιγμένος σε μια ευχάριστη προσδοκία και έκβαση, αλλά ίσως και εκτροπή των ελπίδων τους. Ο ίδιος από πολύ μικρός υπέφερε από φυματίωση και αιμοπτύσεις και έτσι είναι σίγουρο ότι θα στερήθηκε τη γυναικεία στοργή. Φαίνεται όμως τελικά ότι ο Τσέχωφ κι εδώ είναι ένας υμνητής του έρωτα και της αγάπης, παρά τον δικό του αναγκαστικό και βίαιο εξοστρακισμό από τη μεγαλειώδη αυτή διαδικασία, ένας μεγάλος υμνητής της προσωπικής του δυστυχίας την οποία ο ίδιος μετέτρεψε σε ένα υπέροχο κείμενο, χωρίς όμως, κι αυτό είναι το σπουδαιότερο, να την αναδεικνύει στην επιφάνεια των σελίδων.
Αναφορές- Βιβλιογραφία:
- Τσέχωφ Άντον: Η κυρία με το σκυλάκι. Μετάφραση-Εισαγωγή: Έφη Κορομηλά. Εκδόσεις Μελάνι. 2011. Αθήνα.
- Χαρίτου Κορίνα: Το αρτιότερο διήγημα του Τσέχωφ. “The Books’ Journal”, τεύχος 10. Σελίδες 80-82. Αύγουστος 2011. Αθήνα.
- Τσέχοφ Άντον: Η κυρία με το σκυλάκι και άλλες ιστορίες. Μετάφραση: Ολέγ Τσυμπένκο, Μζία Εμπραλίτζε, Νάνσυ Κουβαράκου. Το ΒΗΜΑ- Βιβλιοθήκη. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη. 2013. Αθήνα.