Υψηλή Αρτηριακή πίεση αίματος (Υπέρταση)
Η αυξημένη συστολική (≥140 mmHg) και διαστολική (≥90 mmHg) πίεση ή διαφορετικά η υπέρταση, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού. Στην πρόσφατα δημοσιευμένη αναφορά Seventh Report of the Joint National Committee on Prevention, Detection, Evaluation, and Treatment of High Blood Pressure (JNC-7), καθορίζεται μία επιπλέον κατηγορία ¨προϋπέρτασης¨ (συστολική πίεση 120-139 mmHg ή διαστολική πίεση 80-89 mmHg) για να δοθεί έμφαση στο ρόλο της αυξημένης αρτηριακής πίεσης πάνω από 115/75 mmHg, η οποία και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για Καρδιαγγειακή νόσο. Παρόλο που η υπέρταση είναι μόνο ένας από τους μείζονες παράγοντες κινδύνου, η σημαντικότητά της ως ένα παγκόσμιο πληθυσμιακό πρόβλημα υγείας αναμένεται να αυξηθεί στο άμεσο μέλλον. Περίπου τα μισά περιστατικά καρδιακής προσβολής και τα δύο τρίτα των εγκεφαλικών επεισοδίων παγκοσμίως, αποδίδονται στην υψηλή αρτηριακή πίεση. Οι κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ελάττωση της αρτηριακής πίεσης μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιαγγειακού επεισοδίου και νεφρικής νόσου τελικού σταδίου. Η πιο αποτελεσματική αρχική αντιμετώπιση φαίνεται ότι είναι η μικρή δόση διουρητικών. Οι προτεινόμενοι στόχοι αρτηριακής πίεσης κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι τιμές μικρότερες από 140/90 mm Hg για ασθενείς με υπέρταση χωρίς επιπλοκές και μικρότερες από 130/80 mm Hg για τους διαβητικούς και τους ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Η επίτευξη και διατήρηση καλού ελέγχου της αρτηριακής πίεσης είναι μία χρόνια, κλινική πρόκληση που απαιτεί τη συνεργασία ασθενούς, ιατρού και την παρουσία ενός καλού υγειονομικού σχεδιασμού.
Χοληστερόλη
Η αυξημένη χοληστερόλη του ορού αποτελεί έναν καθιερωμένο παράγοντα κινδύνου Καρδιαγγειακής Νόσου στους ενήλικες. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει μια σταθερή συσχέτιση μεταξύ των αυξημένων επιπέδων της ολικής χοληστερόλης και της χαμηλής-πυκνότητας λιποπρωτείνης (LDL ή κακή χοληστερόλη) και των μειωμένων επιπέδων υψηλής-πυκνότητας λιποπρωτείνης (HDL ή καλή χοληστερόλη) με τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.
Στο γενικό πληθυσμό προτείνεται από το National Cholesterol Education Program (NCEP) Third Adult Treatment Panel η αρχική εκτίμηση να γίνεται με ένα πλήρες λιπιδαιμικό προφίλ νηστείας. Στο γενικό πληθυσμό, επιθυμητά επίπεδα θεωρούνται για την LDL ή κακή χοληστερόλη κάτω των 100 mg/dL, για την HDL ή καλή χοληστερόλη μεγαλύτερα των 60 mg/dL, και επίπεδα τριγλυκεριδίων χαμηλότερα των 150 mg/dL.
Τα υγειονοδιαιτητικά μέτρα για άτομα με δυσλιπιδαιμία περιλαμβάνουν δίαιτα αυξημένης κατανάλωσης τροφίμων πλούσιων σε φυτικές ίνες και μονοακόρεστα λιπαρά με παράλληλη μείωση άλλων πηγών λιπών, και φυσική δραστηριότητα τις περισσότερες μέρες της εβδομάδος.
Οι στατίνες παραμένουν η πρωτογενής φαρμακολογική προσέγγιση για τη μείωση των επιπέδων της LDL ή κακής χοληστερόλης.
Σακχαρώδης Διαβήτης και Μεταβολικό Σύνδρομο
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί γνωστό παράγοντα κινδύνου για την Καρδιαγγειακή νόσο. Προκαλεί τόσο μακροαγγειακή όσο και μικροαγγειακή νόσο, που οδηγούν σε επιπλοκές. Οι μακροαγγειακές επιπλοκές περιλαμβάνουν τη στεφανιαία νόσο, το εγκεφαλικό επεισόδιο και τη νόσο των περιφερικών αγγείων, ενώ οι μικροαγγειακές επιπλοκές εμφανίζονται ως διαβητική νεφροπάθεια, αμφιβληστροειδοπάθεια και καρδιομυοπάθεια.
Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί την αιτία θανάτου για τα τρία τέταρτα των διαβητικών ατόμων.
Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι 17 εκατομμύρια άτομα έχουν διαβήτη, από τα οποία περίπου το 95% έχει διαβήτη τύπου 2, ενώ υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο των περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 (περίπου 5-6 εκατομμύρια) δεν είναι διαγνωσμένες και δεν αντιμετωπίζονται. Μελέτες που διεξήχθησαν στο γενικό πληθυσμό δείχνουν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 προκαλεί περίπου διπλάσια αύξηση στον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο στους άνδρες και τριπλάσια αύξηση του κινδύνου στις γυναίκες.
Ποσοστό 30% του ενήλικου πληθυσμού της Ελλάδος έχει το λεγόμενο μεταβολικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από κοιλιακή (κεντρικού τύπου) παχυσαρκία, δυσλιπιδαιμία, αυξημένη αρτηριακή πίεση και αντίσταση στην ινσουλίνη. Τα άτομα με μεταβολικό σύνδρομο διατρέχουν επίσης υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου.
Χρήση καπνού και παθητικό κάπνισμα
Στις ΗΠΑ 440.000 θάνατοι ετησίως αποδίδονται στο κάπνισμα. Το οικονομικό κόστος εκτιμάται σε περισσότερο από 75 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για άμεσα ιατρικά έξοδα και σε επιπλέον 50 δισεκατομμύρια δολάρια για έμμεσα έξοδα. Το κόστος όσον αφορά στη χαμένη υγεία και στην ανθρώπινη οδύνη είναι ανυπολόγιστο. Τα στοιχεία που συνδέουν το κάπνισμα με τις ασθένειες είναι αδιάσειστα. Το κάπνισμα του τσιγάρου αποτελεί τον κύριο αιτιολογικό παράγοντα του καρκίνου του πνεύμονα, συνδέεται με τις οξείες και χρόνιες πνευμονοπάθειες και συσχετίζεται με τον αιφνίδιο θάνατο, το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Πρόσφατα έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην έκθεση των μη καπνιστών στο παθητικό κάπνισμα, στο σπίτι, στο χώρο εργασίας και στους δημόσιους χώρους. 35.000-40.000 θάνατοι ανά έτος από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου αποδίδονται στο παθητικό κάπνισμα. Οι αριθμοί αυτοί είναι πολύ μεγαλύτεροι από εκείνους για τον καρκίνο του πνεύμονα γεγονός που υποστηρίζει ότι οι προσπάθειες για τη μείωση της έκθεσης των μη καπνιστών στον καπνό του τσιγάρου θα πρέπει να αποκτήσουν υψηλή προτεραιότητα.
Παχυσαρκία
Ως απόκριση στις αυξανόμενες ενδείξεις που σχετίζουν την παχυσαρκία με την καρδιαγγειακή νόσο, η Αμερικάνικη Καδιολογική Εταιρία ταξινόμησε την παχυσαρκία ως έναν κύριο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου. Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία ευνοεί την ανάπτυξη υπέρτασης, σακχαρώδη διαβήτη, υπνικής άπνοιας και υπερλιπιδαιμίας καταστάσεις που συμβάλλουν όλες στην καρδιαγγειακή νόσο. Η έρευνα την τελευταία δεκαετία έχει δείξει ότι η παχυσαρκία προωθεί μία κατάσταση φλεγμονής. Παράλληλα, η στεφανιαία νόσος έχει βρεθεί ότι προέρχεται από φλεγμονώδεις διαδικασίες στις αθηρωματικές πλάκες.
Καμία συγκεκριμένη δίαιτα δεν έχει αποδειχτεί ότι είναι πιο αποτελεσματική από άλλες στην προώθηση της απώλειας βάρους, παρόλο που οι δίαιτες που βασίζονται στα ψάρια μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της στεφανιαίας νόσου. Δυστυχώς, επειδή τα ποσοστά υποτροπής είναι τόσο υψηλά μετά από τις αρχικές περιόδους επιτυχίας, ιδιαίτερα εάν η αρχική απώλεια βάρους συμβεί γρήγορα, για να υπάρξει κάποια πιθανότητα μονιμότητας θα πρέπει να δίνεται έμφαση σε μεταβολές του τρόπου διαβίωσης, που να είναι αποδεκτές σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η χειρουργική της παχυσαρκίας , είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στους νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς, και οδηγεί στη μακροχρόνια απώλεια βάρους και στη θεραπεία της υπέρτασης, του διαβήτη, της άπνοιας στη διάρκεια του ύπνου και της δυσλιπιδαιμίας.
Το οικογενειακό ιστορικό ως παράγοντας κινδύνου της Στεφανιαίας Νόσου
Η πρώιμη στεφανιαία νόσος είναι μία συγγενής ασθένεια. Ο υψηλότερος κίνδυνος σχετίζεται με την πρωιμότητα της εκδήλωσης της ασθένειας και τον μεγαλύτερο αριθμό των νοσούντων μελών της οικογένειας. Τουλάχιστον 10 επιστημονικές μελέτες έχουν αναφέρει ότι το οικογενειακό ιστορικό αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα πρόβλεψης της στεφανιαίας νόσου. Ίσως η πιο εντυπωσιακή ήταν μία μελέτη παρακολούθησης για 26 έτη, στην οποία συμμετείχαν 21.004 Σουηδοί δίδυμοι. Στους άνδρες, όταν ο ένας δίδυμος πέθαινε από στεφανιαία νόσο πριν την ηλικία των 55 ετών, ο σχετικός κίνδυνος για τον εναπομείναντα δίδυμο ήταν 8,1 εάν ήταν μονοζυγωτικοί και 3,8 εάν ήταν διζυγωτικοί δίδυμοι. Στις γυναίκες οι αντίστοιχοι κίνδυνοι που αναφέρθηκαν ήταν 15,0 και 2,6.