Με βάση ένα και μόνο δείγμα κυττάρων που έχει ληφθεί από τον τράχηλο για έλεγχο ρουτίνας, ανοίγει ο δρόμος για να γίνεται έγκαιρη διάγνωση και άλλων γυναικολογικών καρκίνων, όχι μόνο του ίδιου του τραχήλου της μήτρας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μάρτιν Βιτσβέντερ του αυστριακού Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications«, σύμφωνα με το BBC, τη «Γκάρντιαν» και το New Scientist, εκτιμούν ότι το λεγόμενο τεστ WID θα επιτρέψει τελικά την πιο έγκαιρη διάγνωση των πιο συνηθισμένων γυναικολογικών καρκίνων σε νεαρότερη ηλικία. Έτσι θα υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να μπει «φρένο» στον καρκίνο προτού καλά-καλά αυτός αρχίσει, κάτι που θα ήταν πραγματικά σημαντική πρόοδος για την υγεία των γυναικών.
Ο καρκίνος των ωοθηκών ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων από γυναικολογικούς καρκίνους, καθώς στο 75% των περιπτώσεων διαγιγνώσκεται σε καθυστερημένο στάδιο, όταν πια οι όγκοι έχουν εξαπλωθεί.
Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο συνηθισμένος στις γυναίκες, αλλά η ανίχνευση του έγκαιρα είναι πιο εύκολη χάρη στις μαστογραφίες και στις βιοψίες. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει τεστ που να μπορεί να ανιχνεύσει αξιόπιστα τον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες κάτω των 50 ετών.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δείγματα κυττάρων από 242 γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών και 869 χωρίς, εντοπίζοντας τελικά – με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης – μια μοναδική «υπογραφή» DNA που μπορεί να αξιοποιηθεί για να γίνει ανίχνευση του καρκίνου ή πρόγνωση ότι θα εμφανιστεί στο μέλλον.
Το τεστ «έπιασε» το 71,54% των γυναικών έως 50 ετών και το 54,5% των γυναικών άνω των 50 ετών που είχαν καρκίνο των ωοθηκών. Ακολούθησε ανάλογη μελέτη σε δείγματα κυττάρων από 329 γυναίκες με καρκίνο του μαστού και 869 χωρίς, με ανάλογα θετικά αποτελέσματα.
Στόχος για το μέλλον είναι το τεστ είναι να δίνει σε μια γυναίκα ένα ξεχωριστό «σκορ» για καθέναν από τους τέσσερις γυναικολογικούς καρκίνους, το οποίο θα μεταβάλλεται στην πορεία της ζωής της. Εκείνες με υψηλότερο «σκορ» θα κάνουν συχνότερες μαστογραφίες, χειρουργικές επεμβάσεις ή άλλες θεραπείες.
Χρειάζονται περαιτέρω έρευνες πάντως και μεγάλης κλίμακας κλινικές δοκιμές για να επιβεβαιωθεί η προγνωστική αποτελεσματικότητα του τεστ WID.