Ειδήσεις

Παγκόσμιος συναγερμός για την ιλαρά. Απειλεί «άμεσα» την δημόσια υγεία, λένε ΠΟΥ και CDC

Google+ Pinterest LinkedIn Tumblr

Σχεδόν 40 εκατομμύρια παιδιά έμειναν ανεμβολίαστα πέρυσι λόγω των περιορισμών που τέθηκαν για να αναχαιτιστεί η πανδημία του κορωνοϊού. Άλλα από αυτά δεν εμβολιάστηκαν καθόλου και άλλα έχασαν τη δεύτερη δόση.

Ηχηρή προειδοποίηση για τον κίνδυνο να εξαπλωθεί «άμεσα» η ιλαρά σε όλες τις χώρες του κόσμου, εξέδωσαν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) και τα ομοσπονδιακά Κέντρα Ελέγχου & Προλήψεως των Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ.

Σε κοινή ανακοίνωσή τους, οι δύο κορυφαίοι υγειονομικοί οργανισμοί προειδοποιούν πως στη διάρκεια της πανδημίας μειώθηκαν δραματικά οι εμβολιασμοί εναντίον της. Ταυτοχρόνως, όμως, ελαττώθηκε και η επιτήρηση γι’ αυτήν.

Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα, το 2021 σχεδόν 40 εκατομμύρια παιδιά έμειναν ανεμβολίαστα. Από αυτά:

25 εκατομμύρια παιδιά έχασαν την πρώτη δόση του εμβολίου για την ιλαρά
14,7 εκατομμύρια παιδιά έχασαν τη δεύτερη δόση
Οι απώλειες αυτές συνιστούν σημαντική υποχώρηση στην παγκόσμια προσπάθεια για εκρίζωση της νόσου, τονίζουν.

Την ίδια χρόνια υπολογίζεται ότι καταγράφηκαν παγκοσμίως 9 εκατομμύρια κρούσματα και 128.000 θάνατοι από ιλαρά. Επιπλέον, σε 22 χώρες σημειώθηκαν μεγάλες επιδημίες. Τα τελευταία χρόνια, εξ άλλου, η ιλαρά επανεμφανίστηκε σε 10 χώρες οι οποίες είχαν κατορθώσει κατά το παρελθόν να την εκριζώσουν.

Η συνέχιση της πανδημίας του κορωνοϊού το 2022 σημαίνει ότι η ιλαρά αποτελεί πλέον «άμεση απειλή» για κάθε περιοχή του κόσμου.

Στο 71% η παγκόσμια κάλυψη
Η ιλαρά είναι μία από τις πιο μεταδοτικές νόσους. Ωστόσο μπορεί να προληφθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με τον εμβολιασμό. Πρέπει όμως να είναι πλήρως εμβολιασμένο το τουλάχιστον 95% του πληθυσμού για να αποτρέπονται οι επιδημίες. «Πλήρως εμβολιασμένο» σημαίνει να έχουν γίνει και δύο δόσεις από το εμβόλιο.

Ωστόσο η ανθρωπότητα υστερεί σημαντικά από αυτό. Μόλις το 81% κατά μέσον όρο των παιδιών σε όλο τον κόσμο έχουν κάνει την πρώτη δόση από το εμβόλιο της ιλαράς. Και μόνο το 71% έχουν πλέον κάνει και τη δεύτερη δόση. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί διεθνώς από το 2008.

«Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι», δήλωσε ο Dr. Patrick O’Connor, επικεφαλής του Π.Ο.Υ. για την ιλαρά. «Θα χρειαστούν 12-24 μήνες σκληρής δουλειάς για να αναχαιτιστεί η κατάσταση».

«Το παράδοξο με την πανδημία είναι ότι ετοιμάστηκαν εμβόλια κατά της COVID-19 σε χρόνο ρεκόρ και έγινε η μεγαλύτερη εμβολιαστική εκστρατεία στην ιστορία, τη στιγμή που διαταράσσονταν σημαντικά τα προγράμματα εμβολιασμών ρουτίνας», τόνισε ο γενικός διευθυντής του Π.Ο.Υ. Dr Tedros Adhanom Ghebreyesus. «Είναι απολύτως απαραίτητο να επανέλθουν στο φυσιολογικό τα προγράμματα ανοσοποίησης. Πίσω από κάθε στατιστικό στοιχείο, υπάρχουν παιδιά που κινδυνεύουν από μία νόσο η οποία μπορεί να προληφθεί».

Αυξημένος κίνδυνος επιπλοκών
Όπως αναφέρει ο Εθνικός Οργανισμός Δημοσίας Υγείας (ΕΟΔΥ), η ιλαρά είναι μία ιογενής λοίμωξη. Αν και πολλοί την θεωρούν ήπια νόσο, στην πραγματικότητα προκαλεί μία ή περισσότερες επιπλοκές στο περίπου 30% των ασθενών. Οι επιπλοκές είναι συχνότερες:

Σε παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών
Σε ενήλικες άνω των 20 ετών
Οι συχνότερες επιπλοκές αφορούν το πεπτικό, το αναπνευστικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός). Ανά σύστημα οι επιπλοκές είναι:

Από το πεπτικό: Διάρροια (8% των ασθενών) και σπανίως παροδική ηπατίτιδα
Από το αναπνευστικό: Οξεία μέση πυώδη ωτίτιδα (7% των ασθενών) και πνευμονία από ιούς ή βακτήρια (6%). Η πνευμονία αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου.
Από το ΚΝΣ: Οξεία εγκεφαλίτιδα (0,1% των ασθενών). Προκαλεί υψηλό πυρετό (υπερπυρεξία), ανησυχία, διέγερση, θόλωση της διάνοιας, σπασμούς και κώμα
Οι ενήλικες νοσούν σπανίως από ιλαρά, αλλά σοβαρότερα από τα παιδιά. Οι επιπλοκές των ενηλίκων αφορούν κυρίως το αναπνευστικό: πνευμονία (30%), μέση πυώδης ωτίτιδα (29%), ιγμορίτιδα (25%). Εάν, εξ άλλου, κολλήσει ιλαρά μία έγκυος, διατρέχει αυξημένο κίνδυνο για:

Αποβολή του εμβρύου
Πρόωρο τοκετό
Χαμηλού βάρους γέννησης νεογνό
Η θνησιμότητα από τη νόσο αγγίζει τα 1-2 ανά 1.000 κρούσματα στις ανεπτυγμένες χώρες και το 25% στις αναπτυσσόμενες.

Write A Comment