Οι δυσπλαστικοί σπίλοι αποτελούν μελαγχρωματικές (σκουρόχρωμες) βλάβες της επιφάνειας του δέρματος οι οποίες εμφανίζονται συχνότερα σε άτομα με ανοικτό χρώμα δέρματος, ξανθά ή κόκκινα μαλλιά και γαλανά ή πράσινα μάτια. Τα κυριότερα κλινικά χαρακτηριστικά των σπίλων είναι η μέγιστη διάμετρος πάνω από 5 χιλιοστά, το ασύμμετρο σχήμα (δηλαδή το μισό της βλάβης δε μοιάζει με το άλλο μισό), το ανομοιογενές χρώμα και η κηλιδώδης (επίπεδη) μορφή. Αυτά τα χαρακτηριστικά παρουσιάζουν σημαντική επικάλυψη με το μελάνωμα του δέρματος και συνοψίζονται στον μνημονικό κανόνα ABCDE (Αsymmetry: ασυμμετρία σχήματος, Βorder Ιrregularity: ασαφή όρια, Color Diversity: ανομοιογένεια χρώματος, Diameter >6mm: διάμετρος >6χιλ, Evolution: μεταβολή με το χρόνο). Οι δυσπλαστικοί σπίλοι στην τυπική τους μορφή μοιάζουν με στόχο παρουσιάζοντας ένα κεντρικό θηλωματώδες στοιχείο και περιφερική κηλιδώδη (επίπεδη) συνιστώσα αν και ορισμένοι δυσπλαστικοί σπίλοι είναι εντελώς συνδεσμικοί (καθ’ υπεροχήν θηλωματώδεις). Στους δυσπλαστικούς σπίλους κυριαρχεί συνήθως το καστανό χρώμα και η ανομοιογένεια των ορίων και του χρώματος είναι μικρότερη από το κακόηθες μελάνωμα του δέρματος και δεν περιλαμβάνει αποχρώσεις του κόκκινου, άσπρου και κυανού. Η μετάβολή των δυσπλαστικών σπίλων αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό για την κλινική τους αξιολόγηση. Γι’ αυτό σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπισή τους διαδραματίζει η τακτική παρακολούθηση τους η οποία τις περισσότερες φορές θα αναδείξει μεταβολές προς την κατεύθυνση ελαττούμενης ατυπίας και εξάλειψης όπως και οι κοινοί σπίλοι (ελιές). Έπίσης είναι χρήσιμο να αξιολογείται ο κάθε δυσπλαστικός σπίλος σε σύγκριση με τους υπολοίπους σπίλους του σώματος και να μην εμφανίζεται πολύ διαφορετικός (“ugly duckling”) όσον αφορά τα προαναφερθέντα κλινικά χαρακτηριστικά του διότι αυτό εγείρει υποψία κακοήθους εξαλλαγής.
Οι δυσπλαστικοί σπίλοι εμφανίζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στην ιστολογική τους εξέταση μετά από βιοψία και κατατάσσονται ως μορφολογικά και βιολογικά ενδιάμεσες βλάβες μεταξύ των κοινών σπίλων και του κακοήθους μελανώματος. Η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση δυσπλαστικών σπίλων. Αυτό φαίνεται και από το ότι οι δυσπλαστικοί σπίλοι εμφανίζονται συχνότερα σε ηλιοεκτιθέμενες περιoχές όπως ο κορμός και η ράχη αλλά και στους ασθενείς που αναφέρουν συχνότερη έκθεση στον ήλιο και ιστορικό ηλιακών εγκαυμάτων. Αντίθετα ασθενείς που εφαρμόζουν μεθόδους ηλιοπροστασίας έχουν μικρότερους αριθμούς δυσπλαστικών σπίλων ενώ οι υπάρχοντες σπίλοι τους υποστρέφουν και εξαλείφονται συχνότερα. Η παιδική ηλικία αποτελεί την κρίσιμη περίοδο για την εμφάνιση δυσπλαστικών σπίλων στην ενήλικο ζωή και σχετίζεται με την συχνότητα ηλιοέκθεσης. Γι΄αυτό η αποφυγή ηλιοέκθεσης ιδιαιτέρως τις μεσημβρινές ώρες 11πμ-5μμ, η αποφυγή χρησης σολάριουμ και η χρήση αντιηλιακων κρεμών, ρουχισμούς καπέλου και γυαλιών ηλίου προτείνουνται ως μέθοδοι πρόληψης εμφάνισης των δυσπλαστικών σπίλων.
Οι δυσπλαστικοί σπίλοι αποτελούν τόσο πρόδρομες βλάβες όσο και δείκτες αυξημένου κινδύνου για την ανάπτυξη κακοήθους μελανώματος του δέρματος. Άτομα με ένα δυσπλαστικό σπίλο έχουν περίπου διπλασιο κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος σε σχέση με το γενικό πληθυσμό ενώ όταν ο αριθμός των δυσπλαστικών σπίλων ξεπερνά τους τέσσερις ο κίνδυνος εμφάνισης μελανώματος δεκαπλασιάζεται. Το σύνδρομο δυσπλαστικών σπίλων αναφέρεται στην συνύπαρξη μεγάλου αριθμού κοινών σπίλων (συνήθως άνω των 100 ανάλογα με τον ορισμό) με δυσπλαστικούς σπίλους. Αυτός ο φαινότυπος σχετίζεται σημαντικά με την ανάπτυξη κακοήθους μελανώματος και απαιτεί στενή παρακολούθηση. Όταν στο σύνδρομο δυσπλαστικών σπίλων συνδυάζεται με το οικογενειακό ιστορικό μελανώματος (familial atypical mole – melanoma syndrome) η πιθανότητα εμφάνισης μελανώματος είναι 500 φορές μεγαλύτερη από ότι στον υγιή πληθυσμό.
Η αντιμετώπιση των δυσπλαστικών σπίλων είναι πολυπαραγοντική και περιλαμβάνει λήψη λεπτομερούς οικογενειακού ιστορικού δυσπλαστικών σπίλων και μελανώματος, τακτική παρακολούθηση με εξέταση σε ειδικό ιατρείο, χρήση νέων διαγνωστικών βοηθημάτων όπως η δερματοσκόπηση, η φωτογραφία επιφανείας σώματος και συστήματα ψηφιακής φωτογραφίας. Σκοπός είναι η πρόληψη εμφάνισης κακοήθους μελανώματος με την αφαίρεση των δυσπλαστικών σπίλων με μεγάλη πιθανότητα για κακοήθη εξαλλαγή αλλά και η προαγωγή μεθόδων πρόληψης του μελανώματος όπως είναι η αυτοεξέταση, η αποφυγή της ηλιοέκθεσης και η εφαρμογή μεθόδων ηλιοπροστασίας. Η παρακολούθηση των ασθενών με δυσπλαστικούς σπίλους και ιδιαιτέρως των ασθενών με σ. Δυσπλαστικών σπίλων καλό είναι να γίνεται σε ειδικά ιατρεία. Ο κλινικός έλεγχος μπορεί να γίνεται ανά 3, 6 και 12 μήνες ανάλογα με τον κίνδυνο του συκγεκριμένου ασθενούς για την εμφάνιση μελανώματος και περιλαμβάνει ενδελεχή εξέταση όλου του δερματος περιλαμβανομένου του τριχωτού κεφαλής, των γεννητικών περιοχών, των παλαμών και των πελμάτων καθώς και των μεσοδακτυλίων διαστημάτων. Η ανατομική θέση και τα κλινικά χαρακτηριστικά των δυσπλαστικών σπίλων πρέπει να καταγράφονται με λεπτομέρεια ιδίως όταν γίνεται και φωτογραφική απεικόνιση ώστε να εκτιμηθούν αντικειμενικές μεταβολές τους σε επόμενες εξετάσεις. Επειδή οι δυσπλαστικοί σπίλοι αποτελούν παράγοντα κινδύνου και για το οφθαλμικό μελάνωμα αρκετοί συνιστούν και οφθαλμολογική εξέταση ιδίως σε ασθενείς με ανοικτό χρώμα οφθαλμών.
Η σύσταση για μηνιαία αυτοεξέταση αποτελεί σημαντικό στοιχείο της παρακολούθησης των ασθενών με δυσπλαστικούς σπίλους και μπορεί να γίνει επαρκώς και στα μη ορατά ανατομικά σημεία του σώματος με τη χρήση καθρέπτη χειρός αλλά και με τη βοήθεια αξιόπιστων μελών της οικογένειας. Η αυτοεξέταση πρέπει να γίνεται μηνιαίως με συστηματικό τρόπο που διδάσκεται από τον ιατρό. Η φωτογραφία όλου του σώματος μπορεί επίσης να αποτελέσει σημαντικό βοήθημα στην παρακολούθηση των μεταβολών των δυσπλαστικών σπίλων. Η δερματοσκόπηση γίνεται με τη βοήθεια συσκευής (δερματοσκοπίου) η οποία επιτρέπει την μεγέθυνση της μελανινοκυττάρικής βλάβης και την ανάδειξη λεπτών μορφολογικών στοιχείων τα οποία βελτιώνουν κατά περίπου 20% τη διαγνωστική ακρίβεια του γυμνού οφθαλμού σε έμπειρους δερματοσκόπους. Σύχρονα συστήματα ανάλυσης ψηφιακών φωτογραφιών που λαμβάνονται με το δερματοσκόπιο μπορεί να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο την ακριβέστερη παρακολούθηση μεταβολών σε δυσπλαστικούς σπίλους.
Κάθε μελαγχρωματική βλάβη στην οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί η κλινική διάγνωση του μελανώματος πρέπει να υποβάλλεται σε βιοψία. Η μέθοδος εκλογής για τη βιοψία είναι η ολική αφαίρεση της βλάβης (βιοψία εκτομής) με πλάγιο όριο 2χιλ και σε βάθος ώστε να περιλαμβάνεται μικρό πάχος υποδόριου λίπους. Περίπλοκες χειρουργικές επεμβάσεις με δημιουργία κρημνών και μοσχεύματα καλό είναι να αποφεύγονται σε αυτό το στάδιο διότι μπορεί να δυσχεράνουν την επακόλουθη χειρουργική αντιμετώπιση στην περίπτωση που η ιστολογική εξέταση αναδείξει κακόηθες μελάνωμα. Η βιοψία εντομής (incisional) δε συνιστάται διότι αντιπροσωπεύει μικρό τμήμα της βλάβης, εντούτοις αποτελεί λύση στην περίπτωση μελαχρωματικών αλλοιώσεων σε ευαίσθητες ανατομικές περιοχές όπως το πρόσωπο. Η επιφανειακή βιοψία (shave biopsy) πρέπει να αποφεύγεται επί κλινικής υποψίας μελανώματος διότι δεν επιτρέπει την ασφαλή ιστολογική εκτίμηση της βλάβης. Δεν χρειάζεται αφαίρεση όλων των δυσπλαστικών σπίλων του δέρματος. Μια τέτοια πρακτική δεν είναι λογική αφενός διότι οι περισσότεροι δυσπλαστικοί σπίλοι θα υποστραφούν με την ηλικία και αφετέρου διότι δεν θα προλάμβανε απόλυτα την εμφάνιση μελανώματος δεδομένου ότι τα τελευταία εμφανίζονται εξίσου συχνά de novo δηλαδή όχι σε συνδυασμό με ένα προϋπάρχον δυσπλαστικό σπιλο. Ακόμη η αφαίρεση μεγάλου αριθμού σπίλων έχει ως αποτέλεσμα δυσμενή αισθητικά αποτελέσματα που ενδέχεται να επηρεάζουν σημαντικά τη ζωή των ασθενών. Μέθοδοι καταστροφής των δυσπλαστικών σπίλων, όπως η χορήγηση τοπικής 5-fluorouracil, ισοτρετινοΐνης με ή χωρίς υδροκορτιζόνη και η καταστροφή με laser θα πρέπει να αποφεύγονται, διότι αφενός δεν εξαλείφουν με αξιοπιστία ολόκληρη τη βλάβη και αφετέρου δεν επιτρέπουν την ιστολογική εξέτασή της, για τον αποκλεισμό της διάγνωσης του μελανώματος.