Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι, τα κακοποιημένα παιδιά, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη, άγχος, χρήση ναρκωτικών, διαταραχές περιθωριακής προσωπικότητας, διαταραχές μετατραυματικού στρες, και αυτοκτονική συμπεριφορά. Οι συγγραφείς τονίζουν: «Όμως, η πιθανότητα να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία και τις μετέπειτα ψυχωσικές διαταραχές, παρέμενε ανεπίλυτο, παρά τους ισχυρισμούς μερικών ότι υπάρχεια αιτιώδης σχέση με τη σχιζοφρένεια».
Οι ερευνητές της μελέτης, Margaret C. Cutajar, D.Psych, M.A.P.S, του Πανεπιστημίου Monash, της Αυστραλίας, και οι συνεργάτες της συνέλεξαν δεδομένα από τα αρχεία της αστυνομίας και από το αρχείο ιατρικών εξετάσεων περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης με ψυχιατρικά περιστατικά. Συγκρίθηκαν τα δεδομένα των ποσοστών των ψυχιατρικών διαταραχών ανάμεσα σε 2759 άτομα, τα οποία είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, όταν ήταν νεότερα από την ηλικία των 16 ετών, σε σύγκριση με την μια ομάδα 4938 ατόμων, τα οποία αποτελούσαν μια ομάδα ελέγχου, που ελήφθη από τους εκλογικούς καταλόγους.
Τα δεδομένα αυτά, καθιστούν την σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία, ένα παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση ψυχωτικής νόσου, όμως αυτό δεν μεταφράζεται αναγκαστικά στο ότι η κακοποίηση προκαλεί ή αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης μιας τέτοιας ασθένειας, σημειώνουν οι συγγραφείς.
Πολλές περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία, ποτέ δεν έρχονται στο φώς και συνολικός πληθυσμός των παιδιών που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, ίσως να είναι σημαντικά διαφορετικός από εκείνο των παιδιών των οποίων η κακοποίηση έχει εντοπιστεί από τις αρχές.
Οι ερευνητές τονίζουν: «Τα παιδιά τα οποία παρακολουθούμε μετά από σεξουαλική κακοποίηση στην οποία έχει υπάρξει διείσδυση, ιδιαίτερα εκείνα που είναι στην περι-εφηβική και στην μετεφηβική ηλικία, θα πρέπει να λαμβάνουν συνεχή κλινική και κοινωνική υποστήριξη, καθώς γνωρίζουμε ότι ευρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο για την εμφάνιση ψυχωτικής νόσου».
ΠΗΓΗ: www.ygeiaonline.gr